Η Μύκονος είναι ένα παγκόσμιο brand. Πόσο δύσκολο είναι να εισάγετε έναν σοβαρό αθλητικό πυλώνα μέσα σε έναν προορισμό που συνδέεται με την ψυχαγωγία και τον τουρισμό;

«Νομίζω ότι ο βαθμός δυσκολίας δεν έχει τόσο να κάνει με το γιατί είναι γνωστός ο τόπος στο ευρύ κοινό. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Η Τενερίφη είναι επίσης ένας παγκοσμίου φήμης τουριστικός προορισμός. Ή για να πάμε στα πιο δικά μας, πιο κοντινά... Η Ρόδος. Ένας τόπος 50.000 κατοίκων. Κι όμως, η ομάδα του νησιού, ο Κολοσσός, έχει ήδη αφήσει ένα πολύ σημαντικό αθλητικό αποτύπωμα. Και απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Πέρσι, μάλιστα, συμμετείχε για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση.

 Το Ρέθυμνο. Μια κωμόπολη 35.000 κατοίκων. Είχα την τύχη, τη χαρά και την τιμή να εργαστώ εκεί, να συνεργαστώ με τους ανθρώπους της ομάδας για μια διετία. Είναι ένας οργανισμός που επίσης άφησε ένα σοβαρό αθλητικό και κοινωνικό αποτύπωμα στον χώρο. Και ακόμα συνεχίζει να γράφει τη δική του ιστορία, έστω και σε χαμηλότερες κατηγορίες. Αναγεννιέται μέσα απ’ τις στάχτες του. Η Λευκάδα. Ένα νησί του Ιονίου, με μόνιμο πληθυσμό 20-25 χιλιάδες κατοίκους. Ένας αμιγώς μπασκετικός οργανισμός που επίσης πέρασε για ένα διάστημα από την Stoiximan GBL.

 Άρα, θέλω να πω, δεν έχει τόσο σημασία αν ο τόπος είναι τουριστικός, ή πόσο ελκυστικός είναι για τους επισκέπτες. Το θέμα είναι πόσο διεισδυτικό μπορεί να γίνει το εγχείρημα, τι αλληλεπίδραση θα έχει με την τοπική κοινωνία. Και, κυρίως, το κατά πόσο οι κάτοικοι του τόπου θα το αγκαλιάσουν, θα το πάρουν στα χέρια τους και θα το μεγαλώσουν ή αν θα το απορρίψουν.

Αυτό που βλέπουμε μέχρι στιγμής στη Μύκονο, ο τρόπος που οι Μυκονιάτες ήδη αντιμετωπίζουν την προσπάθεια, το νέο αυτό πρότζεκτ που είναι φιλόδοξο και έρχεται να αφήσει το δικό του αποτύπωμα είναι όχι μόνο θετικό και ενθαρρυντικό, αλλά δείχνει πως υπήρχε ήδη ένας διακαής πόθος που δεν φαινόταν. Κάτι που δεν είχε εκφραστεί μέχρι τώρα! Κάτι πέρα από αυτό για το οποίο είναι ευρέως γνωστή η Μύκονος. Και με τη φετινή επιτυχία έγινε, επιτρέψτε μου να πω, μια κοινωνική έκρηξη!

Αυτό που ζήσαμε στο νησί, με την επιστροφή μας μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος στο Final Four της Καρδίτσας, ήταν άνευ προηγουμένου! Και δεν το λέω μόνο εγώ. Μαρτυρίες ανθρώπων του νησιού το επιβεβαιώνουν. Ακόμα και αθλητές που έχουν ζήσει μεγάλες στιγμές ενθουσιασμού από τον κόσμο, όπως ο Βαγγέλης Μάντζαρης με τον Ολυμπιακό, έλεγαν πως αυτό που έζησαν στη Μύκονο ήταν κάτι πρωτόγνωρο».

Σε όρους προπονητικής φιλοσοφίας, πώς διαχειρίζεστε το εγχείρημα μιας ομάδας που ανεβαίνει στην Stoiximan GBL, χωρίς όμως τις βάσεις ή την πίεση των παραδοσιακών μπασκετικών κοινοτήτων;

«Να δούμε πρώτα τι εννοούμε όταν λέμε "βάσεις" και αν τελικά υπάρχουν ή όχι. Αν θεωρούμε ως βάση για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ένα αθλητικό πρότζεκτ τη διοικητική συνοχή και όχι απαραίτητα την τεχνογνωσία τότε ναι, μπορούμε να πούμε πως υπάρχει γερό υπόβαθρο. Η τεχνογνωσία, βλέπετε, είναι κάτι που αποκτάται με τον χρόνο. Είναι κάτι που "δανείζεται", που ενισχύεται μέσα από τη συνεργασία με ανθρώπους που έχουν εμπειρία και εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τομείς. Αλλά για μένα, το πιο σημαντικό σημείο εκκίνησης είναι η διάθεση. Το όραμα. Ο ρομαντισμός. Η έμπνευση για κάτι καινούριο. Για κάτι που δεν θέλουμε να είναι πρόχειρο, προσωρινό ή ένα πυροτέχνημα. Αν συμφωνήσουμε ότι αυτή είναι η βασική αρχή, τότε είμαστε ήδη σε πολύ καλό δρόμο.

Η διοικητική συνοχή είναι επίσης ένα κρίσιμο στοιχείο. Η Μύκονος, ως οργανισμός, διοικείται από ένα 12μελές Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια ερωτήματα ως προς το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η πολυφωνία, θεωρητικά, μπορεί να δημιουργήσει φθορές, τριβές, προβλήματα. Στη δική μας περίπτωση όμως  και το λέω με πλήρη επίγνωση, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, οι αποφάσεις λαμβάνονται σχεδόν πάντα με συντριπτική πλειοψηφία. Οι διαφωνίες που υπάρχουν, γιατί φυσικά υπάρχουν, λύνονται πολύ γρήγορα. Κι αυτό οφείλεται στο ότι όλοι μοιραζόμαστε έναν κοινό στόχο. Ένα κοινό όραμα. Την αγάπη για τον τόπο, την αγάπη για τον αθλητισμό, για το μπάσκετ. Και τη διάθεση να δημιουργήσουμε κάτι που θα αφήσει πραγματικό αποτύπωμα στην κοινωνία της Μυκόνου.

Ποια θα μπορούσε να είναι μια ακόμη "βάση"; Οι εγκαταστάσεις. Το γηπεδικό. Η ομάδα πριν από πέντε χρόνια αγωνιζόταν στις τοπικές κατηγορίες, σε ανοιχτά γήπεδα. Σήμερα διαθέτει το δικό της κλειστό γήπεδο, αποτέλεσμα προσωπικού αγώνα των ανθρώπων της ομάδας. Όταν σχεδιάστηκε αυτό το γήπεδο, κανείς, ούτε ο πιο αισιόδοξος φίλος ή μέλος του Δ.Σ. του Α.Ο. Μυκόνου, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τέσσερα χρόνια μετά, η ομάδα θα διεκδικούσε και θα κέρδιζε την άνοδό της στη Stoiximan Basket League. Άρα το γηπεδικό, αν και είναι ακόμα σε φάση προσαρμογής με βάση τις απαιτήσεις της λίγκας, καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό.

Άλλη βάση; Το γραφειοκρατικό κομμάτι. Αυτή τη στιγμή μιλάμε για έναν ερασιτεχνικό σύλλογο. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες για τη μετατροπή του σε ΚΑΕ, όπως προβλέπει ο νόμος και οι κανονισμοί της διοργανώτριας αρχής του πρωταθλήματος. Επίσης, το οικονομικό. Η οικονομική αυτοτέλεια της ομάδας. Οι περσινές δαπάνες, αγωνιστικές και μη, ξεπέρασαν κατά πολύ τις αντίστοιχες ενός μέσου συλλόγου της Elite League. Κι αυτό χωρίς κεντρικές χορηγίες, όπως όλοι γνωρίζουμε. Μιλάμε για τεράστια ανελαστικά κόστη: διαμονή στελεχών, μετακινήσεις, ταξίδια, ξενοδοχεία. Το συνολικό κόστος έφτασε περίπου τις 800.000 ευρώ.

Όλο αυτό καλύφθηκε από ίδια έσοδα: χορηγίες ντόπιων επιχειρηματιών, στήριξη από τους ανθρώπους της διοίκησης, και γενικά από τη συσπείρωση γύρω από το εγχείρημα. Άρα, αν πούμε ότι οι βάσεις είναι το διοικητικό, το οικονομικό, το γραφειοκρατικό και το γηπεδικό, τότε ναι, η ομάδα όχι μόνο βρίσκεται σε καλό δρόμο, αλλά θεωρώ πως πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί με σωστά βήματα και ρυθμούς τα επόμενα χρόνια».

Πώς «εκπαιδεύεται» μπασκετικά μια κοινωνία που δεν είχε μπασκετική παράδοση; Μπορεί η ομάδα να γίνει κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας του νησιού;

«Είναι ξεκάθαρο. Οι Μυκονιάτες, οι φίλοι της ομάδας, δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχουν μπασκετική παράδοση για να αποκτήσουν μπασκετική παιδεία. Οι τρόποι για να γίνει αυτό, σήμερα, είναι πολλοί. Δεν περιορίζεται μόνο στην παρακολούθηση των αγώνων. Πλέον, η πρόσβαση στην πληροφόρηση είναι τεράστια, ο καθένας μπορεί να μάθει, να ενημερωθεί και να έρθει σε επαφή με το άθλημα μέσα από δεκάδες διαφορετικά μέσα. Αυτό που εμείς προσπαθούμε να κάνουμε μεθοδικά, οργανωμένα και στοχευμένα είναι να καλλιεργήσουμε κάτι βαθύτερο: όχι απλώς μπασκετική γνώση, αλλά παιδεία γύρω από το τι σημαίνει να είσαι φίλαθλος. Να μάθει ο κόσμος τι είναι το "ευ αγωνίζεσθαι", ο υγιής ανταγωνισμός, ο σεβασμός στον αντίπαλο, η καλή φιλοξενία. Κι αν ρωτήσετε οποιονδήποτε αντίπαλο έχει επισκεφτεί το νησί αυτά τα χρόνια, είτε αθλητή είτε προπονητή είτε συνοδό ομάδας, νομίζω πως μόνο καλά λόγια θα έχει να πει για την εμπειρία του απέναντι στη Μύκονο. Αυτό είναι που θέλουμε να χτίσουμε. Και μέσα από αυτό, η ομάδα να γίνει  κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας του νησιού. Ένα κομμάτι που ενώνει, που προσφέρει υπερηφάνεια, που εμπνέει».

Εσείς προσωπικά, ως προπονητής με θητεία σε ομάδες με τελείως διαφορετικά context, τι έχετε πάρει από αυτή την εμπειρία στη Μύκονο;

«Ήταν κάτι πραγματικά ιδιαίτερο. Δεν θα πω πρωτόγνωρο, αλλά είχε τα δικά του, ξεχωριστά χαρακτηριστικά, κυρίως για τους λόγους που ήδη αναφέραμε. Μιλάμε για έναν οργανισμό καινούργιο, μικρής "ηλικίας", μια ομάδα που τώρα, τη στιγμή που μιλάμε, μόλις κέρδισε τη συμμετοχή της στη Stoiximan GBL. Είναι σαν να κάνει τα πρώτα της... σχολικά βήματα. Οι άνθρωποι που διοικούν την ομάδα δεν είναι έμπειροι παράγοντες. Είναι επιχειρηματίες του νησιού, που δουλεύουν εννιά μήνες τον χρόνο, 14 με 16 ώρες τη μέρα, όσο κι αν αυτό προκαλεί εντύπωση. Αυτή είναι η εικόνα του μέσου Μυκονιάτη. Χωρίς προηγούμενη διοικητική εμπειρία. Και αυτό έχει δύο όψεις.

Από τη μία, μπορείς να επενδύσεις στην αγνότητα και τον ενθουσιασμό αυτών των ανθρώπων, για να δημιουργήσεις κάτι όμορφο και καινούργιο. Από την άλλη, θεωρητικά, μπορεί να προκύψουν κάποια ζητήματα όταν έρχεται η ώρα λήψης αποφάσεων ή όταν προκύπτουν οργανωτικά ή λειτουργικά θέματα. Με την καλή θέληση αυτών των ανθρώπων, με την αμέριστη εμπιστοσύνη και συμπαράστασή τους όποτε χρειάστηκε, προσωπικά και μαζί με τους συνεργάτες μου χτίσαμε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Μας δόθηκε εν λευκώ η ευθύνη της στελέχωσης. Ποτέ δεν μπήκαν στα πόδια μας. Και ακόμα και στις λίγες στιγμές που, υπό άλλες συνθήκες, ειδικά στην Ελλάδα, η σχέση μεταξύ αγωνιστικού τμήματος και διοίκησης θα μπορούσε να κλονιστεί, αυτό δεν συνέβη ποτέ».

Μιλάτε, για παράδειγμα, για τον αποκλεισμό από το Final Eight του Κυπέλλου Ελλάδας;

«Θα μπορούσε κάποιος να το πει αυτό. Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι εξ αρχής δεν είχε τεθεί ως αγωνιστικός στόχος η πρόκριση στο Final Eight. Ωστόσο, βλέποντας τη δυναμική που άρχισε να αναπτύσσει η ομάδα στο αγωνιστικό κομμάτι, κάποια στιγμή άρχισε να συζητιέται το “γιατί όχι;”. Δεν το εισπράξαμε, ούτε από τη διοίκηση ούτε εσωτερικά, ως αποτυχία ή ως μη επίτευξη κάποιου βασικού στόχου. Ήταν μια στενάχωρη στιγμή, κυρίως για τους ανθρώπους του νησιού που ταξίδεψαν και γέμισαν το κομμάτι της εξέδρας που μας αναλογούσε στο κλειστό της Γλυφάδας. Ήταν πραγματικά μια ιστορική μέρα για τον οργανισμό στο σύνολό του. Δεν καταφέραμε να τους δώσουμε τη χαρά να δουν την ομάδα να προκρίνεται στο Final Eight και αυτό θα έγραφε μία ακόμη όμορφη σελίδα στην ιστορία του συλλόγου. Όμως ο σπουδαιότερος και ξεκάθαρος στόχος ήταν η άνοδος της ομάδας. Και μάλιστα από τον πρώτο κιόλας χρόνο που αναλάβαμε. Το γεγονός ότι η Μύκονος κατέκτησε την άνοδο και το πρωτάθλημα από την πρώτη χρονιά, αυτό και μόνο είναι μια πολύ μεγάλη επιτυχία».

Το ελληνικό μπάσκετ έχει υποφέρει από ομάδες-φωτοβολίδες. Πώς εξασφαλίζετε ότι η Μύκονος δεν θα είναι άλλη μια τέτοια περίπτωση; Επίσης πώς διασφαλίζετε ότι δεν θα γίνει η ομάδα... περατζάδα για μισθοφόρους, αλλά θα αποκτήσει ταυτότητα;

«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση σε κάθε ερώτηση. Δεν το λέω εγώ αυτό, το έχει πει κάποιος πολύ πιο σοφός και σπουδαίος από εμάς. Οι άνθρωποι της διοίκησης, αυτό που κουβαλούν οι ίδιοι, ο χαρακτήρας τους, η φιλοσοφία τους, η στάση ζωής τους, η σχέση τους με τον τόπο τους, η εργασιομανία τους και οι αξίες τους, όλα αυτά έχουν περάσει στον οργανισμό. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο οργανισμός είναι οι άνθρωποί του. Είναι ο κόσμος που τον ακολουθεί, που τον στηρίζει. Άρα, είναι σχεδόν αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά. Από τη στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι, με αυτή τη λογική και με αυτή την ηθική προσέγγιση, έχουν "χτίσει" την ομάδα, θεωρώ ότι έχουμε τις βάσεις ώστε η Μύκονος να μην είναι μια ομάδα-πυροτέχνημα, αλλά κάτι σταθερό, υγιές και με προοπτική. Κι αυτό φαίνεται ήδη από τον τρόπο που πορευόμαστε, χωρίς ακρότητες, με σεβασμό στον τόπο και στο άθλημα».


Τι σας έχει διδάξει μέχρι στιγμής αυτό το μπασκετικό ταξίδι σε έναν τόσο ιδιαίτερο τό

 «Έχω την τύχη και την ευλογία, λόγω του επαγγέλματος που έχω επιλέξει να ακολουθήσω, να ζω μοναδικές εμπειρίες. Το μπάσκετ από μόνο του είναι ένα διαβατήριο ζωής. Είχα την ευκαιρία μέχρι τώρα να ταξιδέψω σε πολλά μέρη στον κόσμο. Κι αυτό, από μόνο του, είναι ένα σχολείο ζωής ανεκτίμητης αξίας. Κάθε τόπος έχει τα δικά του ιδιαίτερα πολιτιστικά, αθλητικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Μιλώντας τώρα για τη Μύκονο, η συναναστροφή μου με τους Μυκονιάτες με έκανε να αλλάξω εντελώς την εικόνα που είχα γι’ αυτόν τον τόπο, έναν τόπο συχνά παρεξηγημένο. Η Μύκονος, σας διαβεβαιώ πλέον, δεν είναι μόνο το νησί των ξέφρενων πάρτι, των celebrities και του lifestyle. Όλα αυτά είναι ζητήματα που αφορούν μια ολόκληρη κοινωνία, δεν ξεκίνησαν από τη Μύκονο, αλλά εδώ φαίνεται το τελικό τους στάδιο.

Αυτό που βλέπει ο περισσότερος κόσμος είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Κάτω από αυτήν, όμως, υπάρχει ο μέσος Μυκονιάτης που είναι άνθρωπος της δουλειάς, σεμνός, ταπεινός, τρομερά φιλόξενος. Και έχει ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό: ένα ένστικτο που ξεχωρίζει τον άνθρωπο που έρχεται εδώ για "αρπαχτή" από εκείνον που έρχεται για να δουλέψει, να προσφέρει και να σεβαστεί τον τόπο. Αν αντιληφθούν ότι ανήκεις στη δεύτερη κατηγορία, είναι ικανοί να σου δώσουν ακόμα και τα κλειδιά του σπιτιού τους. Οπότε, αν κέρδισα κάτι από αυτή την εμπειρία, είναι ακριβώς αυτό: ότι ακόμα και μέσα στην ίδια μου τη χώρα, είχα, όπως και πολλοί άλλοι, μια τελείως διαφορετική εικόνα για έναν τόπο που στην πραγματικότητα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που φαίνεται».

Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσει η ομάδα τον χαρακτήρα της, αυτό το παρεΐστικο που βγαίνει και στα social media απέναντι στις ανάγκες του επαγγελματισμού;

«Είναι μια τεράστια πρόκληση. Δεν είναι κάτι που φαντάζει εύκολο στο μυαλό μας. Η ομάδα κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα και να κερδίσει την άνοδο μέσα από μια τρομερά ανταγωνιστική συνθήκη, όπως είναι η Elite League. Παρότι λειτούργησε σε απόλυτα επαγγελματικό πλαίσιο όσον αφορά την καθημερινότητα των αθλητών, την οργάνωση και την προετοιμασία, είχε παράλληλα έναν έντονο παρεΐστικο χαρακτήρα. Κι αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Ο ένας είναι συνθήκη που θα συνεχίσει να υπάρχει, ο άλλος όμως είναι αυτό που λέμε "η πρόκληση".

Ο πρώτος λόγος είναι το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε ένα νησί, όπου τον χειμώνα δεν υπάρχουν πολλές επιλογές ψυχαγωγίας ή διεξόδων. Οπότε, αναπόφευκτα, περνάς πολύ χρόνο με τους συνεργάτες σου, με τους παίκτες σου, και οι παίκτες μεταξύ τους. Αυτό, από μόνο του, δένει τους ανθρώπους. Τους φέρνει πιο κοντά. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον χαρακτήρα των παιδιών που είχαμε πέρσι. Ήταν παιδιά που είχαν ξαναπαίξει σε αυτές τις κατηγορίες, που κουβαλούσαν αυτό το παρεΐστικο στοιχείο, και το μετέφεραν και στην ομάδα. Κι όλα αυτά, με απόλυτο σεβασμό στο επαγγελματικό πλαίσιο που είχαμε θέσει από την αρχή της συνεργασίας μας. Τους άρεσε, το αποδέχθηκαν και το υποστήριξαν.

Φέτος, όμως, ανεβαίνοντας στη Stoiximan GBL, το 50% της ομάδας θα είναι ξένοι. Εκεί προκύπτει το μεγάλο ερωτηματικό, ένα στοίχημα. Είναι κάτι που δεν μπορείς να το προεξοφλήσεις. Εμείς, έτσι κι αλλιώς, στην επιλογή παικτών, πέρα από το καθαρά αγωνιστικό κομμάτι, δίνουμε πολύ μεγάλη σημασία στο χαρακτήρα, στην προσωπικότητα, στο αν ταιριάζει ο άνθρωπος με τη φιλοσοφία μας. Προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες να μπει κάποιος στην ομάδα που δεν "κουμπώνει" με αυτά που θέλουμε να περάσουμε. Αλλά, μαθηματικά, αυτό δεν έχει ποτέ 100% επιτυχία. Ναι, λοιπόν, είναι μια πρόκληση το να πορευτεί η ομάδα με σωστά βήματα στα μονοπάτια του επαγγελματικού χωρίς να χάσει αυτόν τον ιδιαίτερο, οικογενειακό χαρακτήρα που είχε πέρσι».

Σε τι φάση ζωής και καριέρας σας βρίσκει η άνοδος στη Stoiximan GBL; Νιώθετε ότι «ξανασυστήνεστε»;

 Από την τελευταία μου παρουσία στη Stoiximan GBL μέχρι σήμερα που επιστρέφω, έχει περάσει μια πενταετία. Είχα μια διαδρομή στην οποία, παρότι απουσίαζα από την πρώτη επαγγελματική κατηγορία της χώρας μου, νιώθω ότι επιστρέφω πιο έμπειρος, πιο σοφός και με πολύ πιο καθαρή ματιά για το τι είναι αυτό που θέλω, τι θέλω να εκπέμπω και τι με εκφράζει επαγγελματικά, μπασκετικά, αγωνιστικά. Η Ιαπωνία ήταν ένας σταθμός-κλειδί στη διαμόρφωση όλης αυτής της κουλτούρας και φιλοσοφίας. Πέρσι το καλοκαίρι βρισκόμουν σε ένα σημαντικό δίλημμα. Είχα ακόμα έναν χρόνο συμβολαίου εκεί, όμως για καθαρά οικογενειακούς λόγους έπρεπε να επιστρέψω στην πατρίδα. Ήταν μια απόφαση με ρίσκο, αλλά νιώθω τρομερά δικαιωμένος για τη διαδρομή που ακολούθησα έκτοτε. Πήρα πράγματα από όλους τους σταθμούς μέχρι να επιστρέψω στη μεγάλη κατηγορία.

Δεν νιώθω την ανάγκη να "ξανασυστηθώ". Ούτε την ανάγκη να αποδείξω κάτι, κυρίως γιατί θεωρώ πως η μεγάλη κατηγορία είναι απλώς μία από τις επαγγελματικές επιλογές που έχει ένας άνθρωπος του χώρου. Δεν είναι αυτοσκοπός. Σαφέστατα νιώθω τυχερός που δεν χρειάστηκε να ξενιτευτώ ξανά και επιστρέφω στην πρώτη κατηγορία της χώρας μου, κουβαλώντας μαζί μου μια επιτυχία. Όμως, η μεγάλη κατηγορία δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε φιλοδοξία ζωής. Είναι μια δουλειά, όπως όλες οι άλλες, με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις δικές της απαιτήσεις και τις δικές της ομορφιές».

 Ποια στιγμή, σε αυτή την πορεία, σας έκανε να νιώσετε πραγματικά περήφανος για την επιλογή σας;

«Σίγουρα, η κατάκτηση του πρωταθλήματος ήταν το επιστέγασμα μιας πορείας και μιας προσπάθειας που μας δικαίωσε. Αλλά αν πρέπει να ξεχωρίσω μία στιγμή, θα αναφέρω ένα περιστατικό που θεωρώ ευλογία να το βιώσει οποιοσδήποτε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή το αντικείμενό του, πόσο μάλλον για εμένα, ως άνθρωπο του αθλητισμού. Επιστρέφοντας στο νησί μετά την κατάκτηση του τίτλου, κάναμε μια μικρή... περιφορά του τροπαίου στα σοκάκια της Μυκόνου. Ήταν μια όμορφη, συμβολική κίνηση. Περάσαμε λοιπόν έξω από το κατάστημα ενός από τους πιο επιφανείς επιχειρηματίες του νησιού και ένθερμο υποστηρικτή της ομάδας. Με πήρε αγκαλιά, και κυριολεκτικά βουρκωμένος, χωρίς υπερβολή, μου λέει: "Θέλω να σε ευχαριστήσω γι’ αυτά που έκανες για τα παιδιά μου". Αυτό, για μένα, είναι κάτι που δεν πληρώνεται με τίποτα. Είναι η βαθύτερη μορφή ικανοποίησης για ό,τι προσφέρουμε στον αθλητισμό, αλλά κυρίως γι’ αυτό που αφήνουμε πίσω μας στην κοινωνία. Όταν βλέπεις ότι η δουλειά σου αγγίζει ανθρώπους, επηρεάζει θετικά οικογένειες και γίνεται μέρος της ζωής ενός τόπου, τότε ξέρεις ότι έκανες τη σωστή επιλογή».

Νιώθετε τη λαχτάρα και τη δίψα στο νησί για την επόμενη χρονιά που θα βρει την ομάδα στη μεγάλη κατηγορία;

«Νομίζω πως ένα μεγάλο μερίδιο της χαράς γι’ αυτό που συνέβη δεν αφορά μόνο την κατάκτηση του τίτλου. Είναι ότι αυτή η κατάκτηση συνοδεύτηκε από την άνοδο. Και αυτή η άνοδος θα φέρει στο νησί μας ανθρώπους που, μέχρι τώρα, οι Μυκονιάτες τους έβλεπαν μόνο στην τηλεόραση ή στο YouTube! Οπότε, αυτό από μόνο του είναι κάτι πολύ μεγάλο».

 Πώς ορίζετε εσείς την «επιτυχία» σε αυτό το πρότζεκτ; Έχει να κάνει με την άνοδο ή με κάτι άλλο;

«Θα δανειστώ ξανά τα λόγια ενός σπουδαίου ανθρώπου που πέρασε από αυτόν τον τόπο: "Επιτυχία είναι να πηγαίνεις από αποτυχία σε αποτυχία, χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου." Το λέω αυτό γιατί, τέτοια εποχή πέρσι, οι άνθρωποι της ομάδας ήρθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της αποτυχίας. Γιατί η χρονιά και το πρότζεκτ σχεδιάστηκαν με έναν τρόπο, αλλά στην πορεία εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά. Έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι: "Συνεχίζουμε ή εγκαταλείπουμε;" Αυτό που τους κράτησε ήταν η φλόγα και ο ενθουσιασμός που, ναι, είχαν ξεκάθαρα ατονήσει, και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, ανθρώπινο. Όμως, η αγάπη για τον τόπο τους και για την προσπάθεια που οι ίδιοι ξεκίνησαν, εμπνεύστηκαν, οραματίστηκαν, σχεδίασαν, υλοποίησαν και μεγάλωσαν, παρέμεινε τόσο δυνατή, που αποφάσισαν όχι απλώς να μη σταματήσουν, αλλά να συνεχίσουν ακόμη πιο δυναμικά, με ακόμη μεγαλύτερο θάρρος, και με πιο ξεκάθαρο στόχο και χρονοδιάγραμμα. Οπότε, αν κάτι ορίζει την "επιτυχία" για μένα σε αυτό το πρότζεκτ, είναι ακριβώς αυτό: η πίστη, η αντοχή και η συνεχής φλόγα, ακόμα κι όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα σχεδίασες».

Πώς θέλετε να κλείσουμε;

«Από αυτό το βήμα νιώθω ότι εκπροσωπώ όλους τους συνεργάτες μου, τους παίκτες που δουλέψαμε μαζί φέτος, αυτούς που θα έρθουν στο μέλλον, αλλά κυρίως τη διοίκησή μας. Για εμάς δεν είναι απλώς εργοδότες, είναι συνεργάτες, είναι οι άνθρωποι που εκπροσωπούν μια ολόκληρη κοινωνία. Μέσα από αυτό που έχουμε δημιουργήσει μαζί τους, και μέσα από όσα εκείνοι κουβαλούν και εκφράζουν, θέλουμε να κάνουμε τη δική μας δήλωση στην κοινότητα του επαγγελματικού μπάσκετ. Δεν ξέρουμε ακόμα αν αυτό που φέρνουμε θα γίνει αμέσως αποδεκτό από μια αθλητική κοινότητα που έχει τις δικές της παθογένειες και τους δικούς της άγραφους νόμους. Ξέρουμε όμως ποιοι είμαστε, και πιστεύουμε ότι αυτό που είμαστε, αυτό που πρεσβεύουμε, θα αρέσει. Η ευχή μας είναι να έχουμε τον χρόνο και τις προϋποθέσεις ώστε αυτό που χτίζουμε να πατήσει γερά στα πόδια του, να μεγαλώσει, να αγκαλιαστεί και να αφήσει πίσω του κάτι όμορφο. Κάτι για το οποίο, κάποια στιγμή, οι άνθρωποι του αθλητισμού θα μιλούν με σεβασμό και θαυμασμό».