Για την παρουσία του στην Ρέτζιο Εμίλια τις δύο τελευταίες σεζόν: «Ήταν δύο καλές χρονιές. Η Ρέτζιο είναι μια μεσαίου μεγέθους ομάδα με αξιοσημείωτη ιστορία στο ιταλικό μπάσκετ. Για εμάς επιτυχία θεωρείται η είσοδος στα play-off ή στο Κύπελλο Ιταλίας. Πέρσι συμμετείχαμε στο Basketball Champions League, φτάσαμε μέχρι τους "8" και αποκλειστήκαμε από την ομάδα που τελικά κατέκτησε το τρόπαιο. Συνολικά, ήταν δύο χρονιές με θετικό πρόσημο.

Για το αν είναι πετυχημένη η πορεία της ομάδας: «Πάντα μπορείς να ζητάς το κάτι παραπάνω. Φέτος υπήρχε πολύ ωραία ατμόσφαιρα στη Ρέτζιο, ο κόσμος αγαπάει την ομάδα και γνωρίζει τις δυνατότητές της. Θεωρώ ότι όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Προσωπικά πιστεύω ότι μπορούσαμε και καλύτερα. Την πρώτη χρονιά με τον GM Κλαούντιο Κολντεμπέλα επιλέξαμε να μην συμμετάσχουμε στην Ευρώπη και να επικεντρωθούμε στο ιταλικό πρωτάθλημα, με μικρό ρόστερ. Τη δεύτερη χρονιά, πιο οργανωμένα, συμμετείχαμε στο Champions League και πήγαμε καλά. Όταν ένας προπονητής μένει για δεύτερη ή και τρίτη χρονιά στην ίδια ομάδα, είναι σαν ένα μικρό βραβείο. Πέρσι στην Ιταλία άλλαξαν 7-8 προπονητές. Αυτό δείχνει τη δυσκολία του να παραμένεις».

Για την μεγαλύτερη πρόκληση που είχε στην Ιταλία: «Την πρώτη χρονιά είχαμε ένα δυνατό αναπτυξιακό πρόγραμμα με νεαρούς παίκτες από την Ιταλία αλλά και την Αφρική. Ένα τέτοιο παιδί, 18 χρονών, μπήκε στην ανδρική ομάδα και μάλιστα κατέλαβε θέση ξένου. Ήταν πρόκληση για μένα να τον εμπιστευτώ. Δεν είχε ξαναπαίξει σε ανδρικό επίπεδο, αλλά ήταν επιλογή του GM και το πλάνο της ομάδας. Το αποτέλεσμα μας δικαίωσε.»

Για τις διαφορές ανάμεσα στο ελληνικό και στο ιταλικό μπάσκετ: «Το μπάσκετ παντού είναι ίδιο. Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά ο κορμός είναι κοινός. Στην Ιταλία υπάρχουν ομάδες που παίζουν πιο γρήγορα, πιο ελεύθερα. Το μεγαλύτερο χάσμα είναι σε διοικητικό επίπεδο. Η δομή των ομάδων είναι πολύ πιο ανεπτυγμένη. Ο General Manager είναι υπεύθυνος σχεδόν για όλα, όπως στο NBA. Υπάρχει επίσης Sports Director για το αθλητικό σκέλος, αλλά και πλήρες επιτελείο για εισιτήρια, marketing, χορηγίες κ.ά. Στην Ελλάδα πολλά από αυτά τα επίπεδα παραλείπονται. Υπάρχει ο ιδιοκτήτης, ο προπονητής και κάποιος ενδιάμεσος που κάνει τα πάντα. Αυτό συρρικνώνει σημαντικές λειτουργίες της ομάδας. Οι ομάδες στην Ιταλία, χωρίς τα έσοδα από τηλεόραση και στοίχημα, λειτουργούν με εισιτήρια και χορηγούς.»

Για τους φιλάθλους στην Ιταλία: «Στην Ιταλία υπάρχει πάντα ένας χώρος στην εξέδρα για τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας. Έρχονται κανονικά, χωρίς εντάσεις. Δεν υπάρχει έντονη αστυνομική παρουσία. Φτιάξαμε ακόμα και εστιατόριο κοντά στη θύρα των φιλοξενούμενων, για τους VIP και τους χορηγούς. Αυτό στην Ελλάδα ίσως δεν ήταν εφικτό χωρίς εντάσεις.

Για το μέγεθος του budget μιας μεσαίας ιταλικής ομάδας: «Περίπου 1,6 με 1,7 εκατομμύρια ευρώ, μόνο για τους παίκτες. Οι περισσότερες ομάδες κυμαίνονται σε αυτά τα ποσά. Το υψηλότερο συμβόλαιο μπορεί να φτάνει τις 250.000 με 300.000 ευρώ.»

Για τον Κένεθ Φαρίντ ο οποίος έχει γράψει τη δική του ιστορία στο NBA: «Ναι, ήρθε στη μέση της χρονιάς. Παίκτης με βαρύ βιογραφικό, όπως και ο Ταρίκ Μπλακ την προηγούμενη σεζόν. Ήταν επιλογές του GM. Επίσης, ο Τζαμάρ Σμιθ, που είναι μαζί μας σχεδόν επτά χρόνια. Τον είχα και στη Ρωσία. Παρά τα 38-39 του χρόνια, παραμένει απολύτως επαγγελματίας. Όπως και ο Χουέρτας, που αντιμετωπίσαμε φέτος. Είναι εντυπωσιακό πώς τέτοιοι αθλητές φροντίζουν τον εαυτό τους και συνεχίζουν να είναι παράγοντες σε υψηλό επίπεδο.

Για το αν επικοινώνησε ο Καστρίτης μαζί του πριν πάει στη Βαρέζε; «Ναι, μιλήσαμε. Μιλήσαμε και με ανθρώπους από τη Βαρέζε. Ήρθε και ο Κολντεμπέλα μία μέρα, με ρώτησε τι ξέρω για τον Καστρίτη, του είπα, και μετά, αφού ανέλαβε, συναντηθήκαμε και στο μεταξύ μας παιχνίδι. Είναι σημαντικό που οι Έλληνες προπονητές πλέον βρίσκονται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πρωταθλήματα όπως το ιταλικό, που δεν είναι εύκολο να μπει κάποιος.»

Για το αν θέλει να συνεχίσει στο εξωτερικό για πολλά χρόνια ή αν σκέφτεται την επιστροφή στην Ελλάδα; «Στη δουλειά μας δεν υπάρχουν απόλυτα. Αυτά που έχουμε στο μυαλό μας είναι πολύ σχετικά. Αυτή τη στιγμή νιώθω καλά στο εξωτερικό. Την τελευταία οκταετία, τα επτά χρόνια ήμουν εκτός Ελλάδας. Είναι πιο ήρεμα τα πράγματα. Η ζωή μου τώρα είναι στην Ιταλία. Έχω μια καλή καθημερινότητα, μια καλή σχέση με την ομάδα που βρίσκομαι, νιώθω καλά στο πρωτάθλημα. Μαθαίνω και τη γλώσσα, μπορώ να επικοινωνώ πιο άνετα με τους Ιταλούς. Πήγα εκεί χωρίς βοηθό, ήταν η πρώτη φορά που το έκανα αυτό. Φυσικά είχα τον Κλαούντιο, έναν άνθρωπο που ήξερα από τη Ρωσία, και με βοήθησε πολύ. Με αυτόν τον τρόπο ενσωματώθηκα και απορροφήθηκα καλύτερα.»

Για το ποιο πρωτάθλημα ταιριάζει περισσότερο στη φιλοσοφία του: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο που «ταιριάζει» απόλυτα. Στην Ευρώπη το μπάσκετ είναι πάνω-κάτω το ίδιο. Οι διαφορές είναι στην προσέγγιση των προπονητών — κάποιοι επιμένουν σε γρήγορο τέμπο, άλλοι όχι. Κάποιοι είναι αυστηροί στο shot selection, άλλοι δίνουν ελευθερία. Αυτή τη στιγμή νιώθω καλά στην Ιταλία. Η VTB ήταν μια Λίγκα που γνώρισα καλά. Στην Τουρκία το πέρασμά μου ήταν σύντομο. Η Ελλάδα τώρα είναι κάπως μακριά για μένα. Δεν την παρακολουθώ πολύ — ειδικά φέτος, με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, είδα λίγα ματς, περισσότερο Ευρωλίγκα και λίγο Άρη.»

Για το δύσκολο έργο που είχε αναλάβει στον Παναθηναϊκό των εσόδων-εξόδων: «Καταρχάς ήταν μια απόφαση η οποία είχε – για μένα προσωπικά – διπλή διάσταση: την προσωπική και την καθαρά μπασκετική. Από αγωνιστικής πλευράς, ήταν μια επιλογή με πολύ κακό timing. Εγκατέλειψα μια ομάδα στην οποία ήμουν τέσσερα χρόνια, με καλές συνθήκες, και για διάφορους λόγους αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Οι συνθήκες δεν ήταν οι ιδανικές. Ήταν αμέσως μετά τη διετία ανόδου του Ολυμπιακού στο πρωτάθλημα, συνδυασμένη με την αλλαγή στην Ομοσπονδία. Επιπλέον, το μοντέλο "έσοδα-έξοδα" είχε τις δικές του ιδιαιτερότητες. Θα μπορούσα να πω πολλά, αλλά ας μείνουμε σε αυτά».

Για το αν έχει μετανιώσει που τελικά είχε κόψει τον Άλφα Ντιαλό: «Μια ερώτηση που μου κάνουν συχνά για την αποχώρηση του Άλφα Ντιαλο. Πολλοί υπέθεσαν ότι τότε επέλεξα τον Έλληνα, Παπαπέτρου, αντί για τον Αμερικανό. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε επιγραμματικά πως συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά υπήρχαν πολλές ιδιαιτερότητες που πρέπει να εξηγηθούν. Είναι εύκολο να κρίνεις εκ των υστέρων, βλέποντας πώς εξελίχθηκε ένας παίκτης. Όμως τότε, όταν ανέλαβα τον Παναθηναϊκό, τρεις μόλις ημέρες πριν, είχε αποχωρήσει ο Μήτογλου. Ήταν πολύ άσχημη συγκυρία. Δεν υπήρχαν πολλοί Έλληνες σε υψηλό επίπεδο, οπότε στη θέση των ψηλών είχα μόνο τον Παπαγιάννη και έπρεπε να καλύψω τρεις θέσεις με ξένους. Ο Παπαπέτρου ήταν ακόμα ανοιχτός προς το NBA και δεν ξεκαθάρισε η κατάσταση και έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον Αύγουστο. Εκείνη τη χρονιά, μιλάμε για δύο συμβόλαια που αντιστοιχούσαν στα δύο πέμπτα του συνολικού προϋπολογισμού. Παπαπέτρου, Νέντοβιτς – μαζί ήταν πάνω από το μισό budget. Την ίδια στιγμή, έπρεπε να καλύψω τις τρεις θέσεις ψηλών και, με την αποχώρηση του Τι Τζέι Μπρέι τρεις μέρες πριν την προετοιμασία, χρειαζόμασταν έναν πόιντ γκαρντ, έναν κόμπο γκαρντ και πήραμε τότε τον Μέικον ενώ ο Νέντοβιτς ερχόταν από μία δύσκολη χρονιά με προβλήματα υγείας. Είχα ήδη ένα βαρύ συμβόλαιο στη θέση ‘3’, και πρέπει να στο πω έτσι: σου απευθύνω την ερώτηση, εσύ αν ήσουν ο Πρίφτης, με το 50% σχεδόν του budget ήδη δεσμευμένο, τι επιλογές θα είχες; Τότε, όταν έφυγε ο Ντιαλό, δεν ειπώθηκε από κανέναν ότι ήταν λάθος. Αν θυμάσαι, όλοι συμφώνησαν ότι ήταν η σωστή επιλογή. Στην πορεία, βέβαια, φάνηκε αλλιώς η κατάσταση λόγω της εξέλιξης του παίκτη – και εντάξει, συμβαίνει αυτό στο μπάσκετ.»

Για την προσπάθεια που είχε γίνει για την απόκτηση του Νάιτζελ Χέιζ-Ντέιβις: «Κάναμε προσπάθεια, ναι. Αλλά το οικονομικό ήταν τρομερά περιοριστικό. Πολλοί αναρωτήθηκαν γιατί δεν είχαμε παίκτες επιπέδου Ευρωλίγκας. Μα, δεν είχαμε budget Ευρωλίγκας. Όπως βλέπω τα πράγματα σήμερα, ήταν μια αποστολή – σχεδόν – αυτοκτονίας. Και θα έλεγα ότι την ανέλαβα παρορμητικά. Το μέγεθος, όμως, του Παναθηναϊκού είναι πάντα ελκυστικό. Γνώριζα το περιβάλλον από την προηγούμενη θητεία μου το 2014. Ωστόσο, η απουσία του ιδιοκτήτη και η έλλειψη επαφής μαζί του – αν και θα μπορούσα να είχα – ήταν κάτι που ίσως έπρεπε να το είχα διαχειριστεί διαφορετικά. Είχα επαφή μόνο με τα παιδιά που τότε «έτρεχαν» την ομάδα.»

Για το αν θα αναλάμβανε και πάλι μια τέτοια αποστολή εάν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω: «Δεν θέλω να πω ότι μετανιώνω. Εκείνη τη στιγμή, ο Δημήτρης – εγώ – και οι συνθήκες που υπήρχαν γύρω μου, ήταν συγκεκριμένες. Το αποφάσισα, το έτρεξα, το πάλεψα με όλη μου τη δύναμη και την ψυχή. Δεν μετανιώνω γιατί έμαθα. Κάποια πράγματα συνέβησαν, διδάχθηκα, πήρα εμπειρίες – και αυτές δεν είναι απαραίτητα πάντα ευχάριστες. Οι δύσκολες εμπειρίες είναι εξίσου διδακτικές. Ίσως κάποια πράγματα να τα έκανα λίγο διαφορετικά, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν υπήρχε μεγάλος βαθμός ελευθερίας. Ό,τι μπορούσα να επηρεάσω, ήταν μόνο μέσω της δουλειάς μου στο γήπεδο.»

Για το αν αυτή η εμπειρία τον έκανε να δει διαφορετικά τα πράγματα στην καριέρα του: «Σίγουρα. Όλα σε διδάσκουν και σε αλλάζουν. Το να προπονείς σε συνθήκες «έσοδα-έξοδα» στο επίπεδο της EuroLeague δεν είναι εύκολο. Είναι αδυσώπητη διοργάνωση. Δεν σου δίνει ευκαιρίες, πρέπει να είσαι παρών σε κάθε στιγμή. Αν ολιγωρήσεις, το πληρώνεις. Επιπλέον, η απήχηση του Παναθηναϊκού στον κόσμο, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, ακόμα και παγκοσμίως, τον καθιστά τεράστιο. Οι κινήσεις σου πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές. Εκείνη τη χρονική στιγμή, το timing δεν ήταν καλό. Έφυγα από ομάδα με διπλάσιο budget, στην οποία έπαιζα EuroLeague και είχα συνεισφέρει προσωπικά στην πρόκρισή της. Είχα διοίκηση, είχα σταθερότητα, αλλά ήταν πολύ μακριά.»

Για την τριετία του στον Άρη: «Θυμάμαι τα χρόνια στον Άρη με αγάπη και συναίσθημα. Πέρασα έντονα στον Άρη. Και ωραίες αλλά και πολύ δύσκολες στιγμές. Θυμάμαι τη χρονιά που ξεκίνησα ως βοηθός του Κατσικάρη και στη συνέχεια ήρθε ο Μπλατ. Ήταν τότε που, μετά από τρεις αγωνιστικές, παίξαμε στην Πυλαία με τον ΠΑΟΚ, χάσαμε με 30 ή 35 πόντους – δεν θυμάμαι ακριβώς – και επιστρέψαμε στο Παλέ. Εκεί επικράτησε χαμός. Υπήρχαν λαϊκά δικαστήρια, χίλια άτομα στον διάδρομο, κυριολεκτικά προσπαθούσαμε να περάσουμε από έναν διάδρομο, ο οποίος ήταν τόσο στενός όσο μια μπάλα μπάσκετ. Δεχθήκαμε έντονη επίθεση, κυρίως οι παίκτες. Θυμάμαι τότε τον Δαμιανίδη να κάνει μια ομιλία στο σημείο που σήμερα είναι το μουσείο. Ήταν το καφέ όπου μαζεύονταν τα VIP. Θυμάμαι το πρόσωπό του, ήταν πραγματικά καταβεβλημένος. Παρόλα αυτά, έχω ζήσει και πολύ όμορφες βραδιές, με σημαντικές νίκες – κυρίως απέναντι στον ΠΑΟΚ, τον μεγάλο μας αντίπαλο. Υπήρχε τεράστια ένταση στα συναισθήματα. Γιατί, ξέρεις, η πόλη είναι σαν ένα μεγάλο χωριό. Όλα είναι στο φουλ.»

Για την νέα προσπάθεια που γίνεται στον Άρη: «Τη βλέπω πάρα πολύ καλή. Μακάρι να ευοδωθεί, μακάρι να γίνει κάτι καλό. Για μένα, ο Άρης είναι –χωρίς να θέλω να πω μεγάλες κουβέντες– από τις πιο μπασκετικές ομάδες στην Ευρώπη. Και αυτό το αποδεικνύει η στήριξη του κόσμου. Όχι μόνο όταν η ομάδα είναι στα πάνω της ή διεκδικεί κάτι, αλλά ακόμα και όταν περνάει δύσκολες στιγμές. Ο κόσμος του Άρη είναι πάντα εκεί. Πάντα συσπειρωμένος. Και γι’ αυτό το λόγο και η ομάδα και η πόλη –και συνολικά το ελληνικό μπάσκετ– αξίζουν έναν δυνατό Άρη.»

Για το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η επαναφορά: «Με σωστές κινήσεις και χωρίς βιασύνη. Με μια προσέγγιση σωστή, ώστε ο Άρης να επανέλθει και να αναδυναμώσει. Η παρουσία του Νίκου Ζήση δημιουργεί σοβαρότητα και εγγυήσεις. Από εδώ και πέρα, πρέπει να δομηθούν σωστά τα πάντα. Να αξιοποιηθεί η οικονομική προσπάθεια που γίνεται.»

Για το ενδεχόμενο να μπει κάποια στιγμή «σφήνα» στους αιωνίους: «Το βλέπω πολύ μακριά. Η διαφορά είναι τεράστια. Θα πρέπει να γίνουν και βήματα πίσω από τους δύο, και τεράστια βήματα μπροστά από κάποιον άλλο. Δεν είναι όπως στην Ιταλία, όπου το πρωτάθλημα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον – φέτος τελικό έπαιξε η Μπρέσια, στο Κόπα Ιτάλια τα τελευταία δύο χρόνια δεν υπήρχε ούτε Αρμάνι ούτε Βίρτους. Στην Ελλάδα η ψαλίδα είναι πολύ μεγάλη. Μακάρι να αλλάξει αυτό, αλλά προς το παρόν είναι δύσκολο.»

Για την Euroleague και το Final Four: «Η Euroleague είναι ένα τρομερό προϊόν. Προσελκύει το ενδιαφέρον και των μη μπασκετικών. Όλος ο κόσμος θα καθίσει να τη δει. Προσφέρει συγκινήσεις, σπουδαία ποιότητα και έντονη εξέλιξη στα παιχνίδια. Όσο για το Final Four στο Αμπού Ντάμπι, δεν με εξέπληξε το γεγονός ότι δεν είχαμε ελληνικό τελικό. Θα το ήθελα, αλλά η αλήθεια είναι πως φέτος, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το κλισέ "25% πιθανότητες για κάθε ομάδα" ίσχυε απόλυτα. Όλες οι ομάδες ήταν εξαιρετικές.»

Για το πώς αποφάσισε να γίνει προπονητής σε τόσο μικρή ηλικία: «Μεγάλωσα στο Παγκράτι. Οι γονείς μου είχαν ένα μαγαζί – μια ΕΒΓΑ της εποχής, που ήταν ανοιχτή από το πρωί μέχρι το βράδυ. Εκεί διάβαζα, εκεί ζούσα. Απέναντι ήταν το άλσος και εκεί ήταν η πρώτη μου επαφή με την μπάλα. Όταν μετακομίσαμε στην Αργυρούπολη στην 5η Δημοτικού, ένιωσα λες και βρέθηκα σε εξοχικό. Εκεί, δίπλα στο σπίτι, υπήρχε ένα γηπεδάκι. Οι γονείς μου δούλευαν, δεν με πήγαν ποτέ σε ομάδα. Πήγα μόνος μου, κρυφά, στη Δευτέρα Λυκείου. Έπαιξα στην τοπική ομάδα και το μπάσκετ το έμαθα ουσιαστικά στα ΤΕΦΑΑ, μέσα από τη διδασκαλία για να γίνω προπονητής. Ξεκίνησα από τις Ακαδημίες Άνω Γλυφάδας, Άρη Γλυφάδας, την Αργυρούπολη, αργότερα στον Κρόνο, στις Εσπερίδες και αλλού. Είναι μια πορεία με μικρά σκαλιά – κανένα άλμα.»

Για τους προπονητές που τον ενέπνευσαν: «Εκείνη την εποχή, όλοι βλέπαμε τον Γιάννη Ιωαννίδη ως ίνδαλμα. Μεγάλος προπονητής και προσωπικότητα, αλλά είχε μια πλευρά που δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα μου – παρ’ όλα αυτά, τότε όλοι τον υιοθετούσαμε. Τεράστιες επιρροές επίσης είχαμε από τον Ομπράντοβιτς και τον Ίβκοβιτς. Μαζί με τη γενιά Σπανούλη, Διαμαντίδη, Παπαλουκά, Ζήση και την Εθνική, δημιούργησαν ένα στυλ μπάσκετ που επηρέασε βαθιά όλους μας. Το παιχνίδι με το πικ εν ρολ, η ανάδειξη των ψηλών, η δημιουργία... Όλο αυτό λειτούργησε σαν σχολή που επηρέασε και την Ελλάδα και την Ευρώπη.»

Για το μεγαλύτερο μάθημα από την πορεία του: «Ό,τι κάνεις, να το κάνεις με ήθος, ευγένεια και ψυχή. Αυτό λέω και στην κόρη μου. Μόνο έτσι μπορείς να περιμένεις ανταμοιβή – δεν λέω να πετύχεις, αλλά να έχεις ελπίδα. Και ειδικά στο δικό μας χώρο, πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα, ψύχραιμος και ανθεκτικός. Τα πάντα αλλάζουν σε μια στιγμή – ένας τραυματισμός, ένα κακό αποτέλεσμα, μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Γι’ αυτό χρειάζεται στοϊκότητα και όχι παρορμητικές αποφάσεις.»

Για το προπονητικό του όνειρο: «Δεν θα το έλεγα απωθημένο, αλλά φυσικά υπήρξαν στιγμές που κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Σήμερα όμως, νιώθω καλά. Θέλω να βρίσκομαι κάπου που να χαίρομαι τη δουλειά, που να υπάρχει δημιουργία. Η πρόκληση είναι να εμπνεύσεις όχι μόνο 12 παίκτες, αλλά ολόκληρο τον οργανισμό. Να δώσεις πνεύμα, σπίθα, κατεύθυνση. Αυτό είναι κάτι που με γεμίζει – και εκεί θέλω να συνεχίσω.»