Τον αποκαλούσαν Ράμπο. Μερικές φορές, στους μεγάλους τίτλους των εφημερίδων και Εξολοθρευτή. Πλέον, τον Γιώργο Σιγάλα συνοδεύει ο τίτλος του προπονητή στην ομάδα του Ηρακλή που κέρδισε την άνοδο στη Stoiximan GBL.

Ένα νέο μετερίζι, το οποίο αντιμετωπίζει με την ίδια ενέργεια που είχε ως αθλητής. Ακόμα και αν δεν έχει την όρεξη να παίξει, όπως δηλώνει στο podcast της Stoiximan GBL, Man to Man, έχει απίστευτη όρεξη να διδάξει μπάσκετ.

Όπως έκαναν σε αυτόν τεράστιες, θρυλικές και εμβληματικές μορφές τη “χρυσή” δεκαετία του '90. Ο Γιάννης Ιωαννίδης και οι μαύρες γάτες, ο Ρόι Τάρπλεϊ με την καλή ψυχή και ο Έντι Τζόνσον που ήταν ο αντίπαλός του στις προπονήσεις!

Bonus, η απίθανη ιστορία με μία γιαγιά σε κάποιο ελληνικό χωριό, αλλά και η γνωριμία, στη Μύκονο, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήξερε τα πάντα για το μπάσκετ.

Για την ατάκα που είπε ο Σπανούλης στον Γιασικεβίτσιους στο Final Four, αν προτιμάει να έχει την μπάλα στα χέρια του: «Εντάξει, ο Βασίλης έχει σταματήσει εδώ και λίγα χρόνια και πιθανόν να το σκέφτεται έτσι, δεν είναι παράλογο. Θεωρώ όμως ότι όλοι οι υπόλοιποι που έχουμε κάποια αρκετά χρόνια, εγώ σε λίγο κλείνω σχεδόν 20, νομίζω το έχουμε αποβάλει αυτό το πράγμα. Για μένα πραγματικά δεν έχω καμία όρεξη να παίρνω μια μπάλα και να παίξω ένα μόνο, αλλά μου αρέσει πάρα πολύ το να διδάσκω μπάσκετ, να προπονώ, είτε μια ατομική είτε την ομαδική. Αυτό είναι που θέλω αυτή τη στιγμή. Θεωρώ λοιπόν ότι εντάξει όσο απομακρύνεσαι από τον παίχτη, αυτό σιγά σιγά περνάει».

Για το πως αποφάσισε να ασχοληθεί με τον προπονητική: «Μου άρεσε η ανάλυση του παιχνιδιού, μου άρεσε το παιχνίδι, όχι να το βλέπω απλώς, αλλά να σκέφτομαι πως να μπει η μπάλα στο καλάθι ή πως να παίξουμε μια άμυνα. Το είχα αυτό το πράγμα. Και όταν πια έφτασε η στιγμή να αποχωρήσω από την ενεργό δράση, είχα ήδη κατασταλάξει ότι αν ήθελα να κάνω κάτι θα ήθελα να είναι αυτό.

Θεωρώ ότι η μεγάλη μου αγάπη είναι στο να μπορώ να βελτιώνω παίχτες αλλά νομίζω είχα και τρομερή ικανότητα σε αυτό, άσχετα αν αυτό δεν έχει βγει προς τα έξω. Και από εκεί και πέρα ξεκίνησα σιγά σιγά στο ομαδικό κομμάτι, δηλαδή να προπονώ ομάδες. Απλά υπήρχε ένα διάστημα γύρω στην τετραετία-πενταετία, στο οποίο έπρεπε να μείνουμε σπίτι. Και δεν έψαξα για δουλειές δηλαδή εκτός Αθηνών κλπ. Και μετά μου ξαναδόθηκε ευκαιρία με τον φίλο μου τον Ηλία Καντζούρη, όταν μας καλέσανε πάλι στον Ηρακλή, η περίοδο του COVID. Και πήγαμε εκεί τους τελευταίους δύο μήνες, δούλεψα μαζί μου. Ήταν το πρώτο βήμα του Ηλία ως πρώτος προπονητής κανονικά. Και μου λέει, πάμε. Έρχεσαι; Λέω άντε πάμε να το ξανακάνουμε. Έπρεπε να γίνει αυτό. Έπρεπε να γίνουν τα επόμενα δύο χρόνια στον Κολοσσό, ως βοηθός, πάλι με τον Καντζούρη. Μετά με τον Γιάννη Καστρίτη στον Άρη, άλλα δύο χρόνια. Θεωρώ ότι όντως έπρεπε να γίνουν αυτά τα χρόνια. Θυμήθηκα, γνώρισα καινούργια πράγματα. Και εντάχθηκα πιο εύκολα στα νέα δεδομένα».

Για τη μεταμόρφωσή του σε έναν αμυντικό πρωταγωνιστή και πώς τον βοήθησε στην προπονητική κα από τον Κολοσσό, βρέθηκε στην Α2 και τον Ηρακλή: «Ήμουν πάρα πολύ σίγουρος με την έννοια ότι δεν ήταν κάτι άγνωστο. Επειδή ο μεγάλος μου γιος έπαιζε στη Νήαρ Ηστ, στην Α2. Άρα μέσα στη χρονιά λοιπόν έχω δει όλες τις ομάδες. Δηλαδή το σκάουντινγκ το έχω κάνει. Τον Ηρακλή τον είχα δει δύο φορές. Ήξερα ποια είναι τα παιδιά, με κάποιους είχα ήδη συνεργαστεί. Αλλά το κυριότερο ήταν ο τρόπος που με προσέγγισε ο Γιώργος Πανταζόπουλος. Τον ξέρω πάρα πολλά χρόνια. Ήμασταν κάποια στιγμή συμπαίκτες, πολλά χρόνια αντίπαλοι. Κάναμε και καλή παρέα. 

Δεν μου έβαλαν κανένα άγχος οι άνθρωποι. Απλά θεώρησα ότι και αυτό το είπα και από την πρώτη μέρα που πήγα ότι ο στόχος είναι άνοδος. Πιθανόν έχει ξεχαστεί λίγο στην πορεία. Έβλεπα όμως ότι οι δυνατότητες υπήρχαν».

Αν εκτίμησε περισσότερο ότι ο Ηρακλής τον εμπιστεύτηκε και στη Stoiximan GBL, ενώ συνήθως οι ομάδες που ανεβαίνουν αλλάζουν προπονητή: «Ο Ηρακλής δεν είχε καμία υποχρέωση απέναντί μου. Η συμφωνία μας ήταν για να δουλέψουμε τους δύο μήνες που είχαμε μείνει.

Πιστεύω ότι είναι μια απόφαση, η οποία έχουν σκεφτεί πάρα πολύ. Την αντιμετώπισα σαν κάτι καινούριο, όχι σαν κάτι παλιό. Και εννοείται ότι δεν νομίζω ότι κάποιος θα ήθελε να μην συμμετέχει σε αυτό που πάει να γίνει αυτή τη στιγμή σε αυτήν την ομάδα. Δηλαδή, το να ξαναγεννηθεί αυτή η ομάδα. Εγώ έτσι κι αλλιώς, θεωρώ τον εαυτό μου προπονητή. Τώρα, το αν θα είναι στο Champions League το αν θα είναι στη Stoiximan GBL, αν θα είναι στην Α2, θεωρώ ότι ο προπονητής μου να κάνει τη δουλειά του. Εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό και θεωρώ ότι μπορώ να το κάνω σε όλα τα επίπεδα. Αυτό σιγά σιγά απλά πρέπει να αποδειχθεί και σε αποτέλεσμα».

Η συνεργασία με τον Γιάννη Ιωαννίδη: «Δύσκολη, δεν ήταν εύκολη. Τώρα που το σκέφτομαι, γελάω. Αλλά όταν το ζεις δεν ήταν εύκολο. Γιατί πολλές φορές είχα φτάσει στο τέρμα, που λέμε. Ήμουν νέος, δεν ήξερα και πώς να το διαχειριστώ. Το μόνο που γνώριζα ήταν ότι απλά ήθελα να παίξω μπάσκετ και δεν μπορούσε κανείς να με σταματήσει από αυτό. Όταν έχεις και καλούς φίλους δίπλα σου που μπορούν και σε συμβουλεύουν για τα σωστά και όχι για τα πολύ γρήγορα και εύκολα και έχεις και τον ανάλογο χαρακτήρα επιμένεις, συνεχίζεις. Για εμάς το δύσκολο έτυχε να είναι η καθημερινότητα. Δηλαδή, μπορούσε να προσάψει οποιοσδήποτε κάτι στον Ιωαννίδη. Πολλά πράγματα. Αυτό που δεν μπορεί να πει κανείς για τον Ιωαννίδη, ήταν αν ήταν δίκαιος ή άδικος. Ήταν 100% δίκαιος και σε χρησιμοποιούσε ανάλογα με αυτό που έβλεπε και ήξερες και το ρόλο σου.

Δεν υπήρχε περίπτωση απλά να περνάς απαρατήρητος. Αυτό λοιπόν δημιουργούσε έναν καθημερινό αγώνα, γιατί έπρεπε να κερδίσουμε μια θέση. Πρώτα στην ομάδα μας και μετά να κερδίσουμε τον αντίπαλο.

Οι καθημερινές προπονήσεις ήταν... μάχες».

Για την ψυχολογία του αθλητή που το βράδυ πρέπει να μαρκάρει τον Νίκο Γκάλη: «Αυτό είναι η δουλειά του προπονητή, να σου δημιουργεί την ψυχολογία. Το πρώτο σοκ, ήταν όταν παίξαμε με τον Ηρακλή, τον μεγάλο Ηράκλη του Ντέιβιντ Ίνγκραμ. Και εγώ δεν έπαιζα πεντάδα, ήταν ο Κώστας Μωραΐτης μπροστά από μένα. Και ήταν το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα πεντάδα και έρχεται όπως ήμασταν στα αποδυτήρια και λέει “Σιγάλας θα πιάσεις τον Ίνγκραμ”. Και συμπληρώνει: “Δεν πρέπει να βάλει καλάθι στο πρώτο δεκάλεπτο”. Και νομίζω ότι στο '13, έβαλε τους πρώτους πόντους με βολές. Κάτι τέτοιο. Το ίδιο μου είχε κάνει και με τον Κούκοτς, όταν έπαιζε στην Μπενετόν. Αλλά αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή, τότε ο Ίνγκραμ έβαζε σαράντα! Και μετά σιγά-σιγά μπήκα σε μια διαδικασία. Ήθελε δουλειά από πίσω, στο να κοιτάξει κάθε παίχτη, τα καλά του στοιχεία. Το σκάουτινγκ που λέμε τώρα».