Επιστροφή στην ΤΣΣΚΑ. Πώς είναι τα πράγματα εκεί; Και σε προσωπικό επίπεδο και στο κομμάτι της ομάδας;
«Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχω ζήσει πολύ περισσότερα στη Μόσχα από ότι στην Ελλάδα, οπότε είναι ένα δεύτερο σπίτι για μένα ούτως η άλλως. Πλέον αυτό είναι το στυλ, ξέρεις. Άπατρις κατά κάποιο τρόπο. Οπότε η Μόσχα είναι μια πολύ ωραία πόλη για να ζεις. Οι συνθήκες είναι καλές αυτή τη στιγμή, παρά τα γεγονότα, οπότε επί προσωπικού είναι καλές οι συνθήκες.
Από εκεί και πέρα, επαγγελματικά είναι το ίδιο. Η ομάδα παρά τον αποκλεισμό από την EuroLeague, διατηρεί πολύ υψηλό επίπεδο οργάνωσης. Προσωπικά επειδή με γνωρίζουν πολλά χρόνια εκεί πέρα, έχω πολύ καλές συνθήκες δουλειάς, έχω αναγνώριση, με αφήνουν να κάνω τη δουλειά μου όπως θέλω κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για μένα. Είναι θα έλεγα αυτή τη στιγμή ιδανικές επαγγελματικές συνθήκες για έναν προπονητή».
Λείπεις τώρα 12-13 χρόνια από την Ελλάδα. Νιώθεις ποτέ homesick ή πλέον είναι καθημερινότητα;
«Κοίταξε, υπάρχουν φορές που μου λείπει η Ελλάδα. Υπάρχουν φορές που λέω πάλι καλά που δεν είμαι εκεί. Τα έχω ζήσει όλα αυτά. Απλά η ζωή ενός προπονητή είναι τόσο έντονη που μερικά πράγματα απλά δεν προλαβαίνεις να τα σκεφτείς. Όλη σεζόν είναι τόσο γεμάτη και με τόσο γρήγορος ρυθμός. Και μετά έχουμε και το πλεονέκτημα ότι θα περάσουμε τουλάχιστον ένα μήνα στην Ελλάδα. Οπότε ξέρεις. Δουλειά στη Ρωσία, καλοκαίρι στην Ελλάδα. Δεν είναι και άσχημος συνδυασμός».
Αναφέρθηκες στο κομμάτι του αποκλεισμού των ρωσικών ομάδων από την EuroLeague. Είναι αυτός ένας έξτρα παράγοντας δυσκολίας στο στήσιμο της ομάδας;
«Έχει τις προκλήσεις του. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι όλη αυτή η οικονομική κατάσταση και η μη συμμετοχή στην EuroLeague έχει συρρικνώσει πάρα πολύ το μπάτζετ της ομάδας σε σχέση με αυτά που ο κόσμος γνωρίζει. Χάνουμε πολλά λεφτά σε διαδικασίες και σίγουρα αρκετοί παίκτες θα προτιμήσουν μία ομάδα EuroLeague σε κάποιες περιπτώσεις, από μια καλή ομάδα που έχει λιγότερη προβολή. Αυτό μας δημιουργεί κάποιες δυσκολίες.
Παλιά η ΤΣΣΚΑ επέλεγε πρώτη, όλοι περίμεναν την ΤΣΣΚΑ προτού αποφασίσουν κάτι άλλο. Τώρα αυτό έχει αλλάξει λίγο. Πρέπει να περιμένουμε εμείς τις ομάδες της EuroLeague να κινηθούν και μετά να δούμε τι μπορούμε να προσελκύσουμε στην ομάδα. Παρόλα αυτά, επειδή έχουμε πολύ καλό κορμό Ρώσων παικτών και θεωρώ ότι έχουμε αρκετά υψηλό επίπεδο στους ξένους μας, τόσο σε αγωνιστικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο χαρακτήρων, είμαι πολύ ευχαριστημένος με την ομάδα που έχουμε».
Πριν την ΤΣΣΚΑ, έκανες ένα πέρασμα από την Τουρκία, από τη Γαλατά. Δύσκολη ομάδα, μεγάλη οπαδική βάση. Τι χάλασε σε αυτή τη συνεργασία και έτσι έληξε λίγο πιο πρόωρα;
«Σε ομάδες σαν την Γαλατάσαραϊ οι προπονητές δεν μένουν 10 χρόνια. Δεν έχουν αυτή τη δομή. Δεν μένουν διοικήσεις τόσο πολύ δηλαδή όσο ήμουν εγώ. Άλλαξα δύο διοικήσεις. Μιλάμε σε ενάμιση χρόνο όλα αυτά. Υπήρχε μια περίοδος που έβλεπα κάθε μήνα άλλους ανθρώπους και δεν ήξερα με ποιόν έπρεπε να συνεννοηθώ και με ποιο είναι το πόστο του καθενός. Είναι τεράστιος σύλλογος.
Παίκτες, προπονητές, διοικήσεις σε αυτούς τους συλλόγους δεν έχουν μεγάλο προσδόκιμο ζωής, ιδίως αν δεν είσαι μια ομάδα σαν τη Φενέρ η οποία πρωταγωνιστεί και μπορεί να έχει συνεχόμενες νίκες όταν είναι σε πολύ πιο χαμηλά μπάτζετ, όπως είναι η Γαλατασαράι, υπάρχει μεγαλύτερη φθορά, πιο γρήγορη ψυχολογικά».
Πώς διαχειρίζεται ένας προπονητής αυτό το κομμάτι, το ότι ξέρει ότι μπορεί να είναι ο πρώτος που θα χάσει τη δουλειά του σε μια ομάδα αν κάτι στραβώσει;
«Αυτή είναι η ζωή μας. Οκ, αυτό ισχύει παντού για όλους τους προπονητές. Προσωπικά είμαι πιο μεγάλος σε ηλικία. Έχω ζήσει σε συλλόγους μεγάλους, έχω ζήσει σε πίεση όλη μου τη ζωή. Δεν έχω ζήσει κάποια εύκολη κατάσταση, οπότε αυτό είναι κάτι που μπορώ να το διαχειριστώ επί προσωπικού.
Το μεγαλύτερό μου θέμα ήταν πως αυτό επηρεάζει τους παίκτες μου και πως θα μπορούσα να καθοδηγήσω τους παίκτες μου σε αυτή την κατάσταση, να διατηρήσουν τη συγκέντρωσή τους, το κίνητρο τους κτλ. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση».
Μίλησες για την πίεση που έχεις βιώσει όλη σου τη ζωή. Ξεκίνησες στην προπονητική σε πάρα πολύ μικρή ηλικία, μόλις στα 18. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να πάρεις αυτή την απόφαση;
«Κοίταξε, αυτό το αποφάσισα περίπου στα 14 χρόνια μου, ότι αυτό ήθελα να κάνω. Και ναι. Όταν πήγαινα στην παιδική χαρά να παίξουμε με τα παιδιά, εγώ ήμουνα το παιδάκι που τους έπαιρνε και έλεγε τι θα παίξουμε, έτσι θα κάνουμε το σύστημα εδώ, εσύ θα πας εκεί, εσύ θα πας εκεί, ξέρεις. Και επειδή ήμουν ο ψηλότερος στην παρέα με άκουγαν. Ενοχλητικός βέβαια, αλλά με άκουγαν.
Γενικά ήταν κάτι που μου άρεσε και στο μπάσκετ. Πάντα αυτό που με εξιτάρει ήταν η τακτική. Πώς μπορείς να κάνεις κάτι διαφορετικά, όχι απλά να παίξεις, να χρησιμοποιήσεις πλεονεκτήματα, πώς θα κινηθείς και ήταν πάντα κάτι που μου άρεσε πάρα πολύ.
Από πολύ νωρίς αγαπούσα το μπάσκετ και αισθάνθηκα από πολύ νωρίς ότι αυτό ήταν κάτι που ήθελα να κάνω, ιδίως σε συνδυασμό ότι κατάλαβαν ότι μπορούσα να παίξω μπάσκετ επαγγελματικό, σε μεγάλο επίπεδο τουλάχιστον. Οπότε ήταν κάτι που με είχε συγκινήσει από μικρός και το είχα αποφασίσει ότι αυτό ήταν κάτι που ήθελα να κάνω και είχα βάλει από νωρίς αυτόν το στόχο».
Έκανες όλα τα βήματα στον Παναθηναϊκό και έφτασες να δουλεύεις στην πρώτη ομάδα δίπλα στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς και στον Δημήτρη Ιτούδη για πάρα πολλά χρόνια. Με τον Ιτούδη συνέχισε και μετά στις 10 τι έχεις πάρει από τον καθέναν από αυτούς;
«Κοίταξε, είναι να δουλεύεις με το Ζέλικο και με το Δημήτρη, είναι μάθημα ζωής, το οποίο κανένα πανεπιστήμιο, κανένα σεμινάριο, τίποτα δεν μπορεί να σου διδάξει. Πρώτα απ όλα και ιδίως με το Δημήτρη που ήταν πιο έντονη συνεργασία, μου έμαθε και μεθοδολογία δουλειάς. Δηλαδή πόσο πολύ πρέπει να πείσεις τον εαυτό σου. Από νωρίς νωρίς με το Δημήτρη ανακάλυψα ότι αυτό που νόμιζα ότι ήταν το όριό μου ήταν η αρχή και μπορούσαμε να δουλέψουμε ακόμα παραπάνω και ακόμα πιο σκληρά.
Αλλά επίσης έβλεπες τη διαχείριση των καταστάσεων, το οποίο αυτό ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία. Δηλαδή, πώς διαχειρίζεσαι τον παίκτη, πώς διαχειρίζεσαι την ήττα, πώς διαχειρίζεσαι την επιτυχία, πώς διαχειρίζεσαι, πώς αντιδράς στην πίεση από τον κόσμο; Όλα αυτά. Βλέποντας πώς αυτοί οι άνθρωποι λειτουργούσαν και πώς σκέφτονταν σε αυτές τις καταστάσεις. Ήταν τεράστιο μάθημα για μένα».
Πολλοί λένε ότι ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δημιουργούσε πολλές φορές τεχνητές κρίσεις όταν ο Παναθηναϊκός πήγαινε πολύ καλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να μάθει τους παίκτες σου να διαχειρίζονται την ήττα και άλλες καταστάσεις. Ισχύει;
«Ναι, οκ, είναι λιγάκι δύσκολο να το εξηγήσω αυτό. Είναι γενικότερα κάτι που το έχω πάρει και εγώ. Όταν χαλαρώνει μια ομάδα, κατά κάποιο τρόπο πρέπει να ξυπνήσεις. Οκ, το οποίο είναι μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Όταν μια ομάδα είναι υπό μεγάλη πίεση, πρέπει να τη χαλαρώσεις.
Όλοι συγκεντρώνονται στην τεχνητή κρίση. Ξεχνάνε πόσο σημαντικό είναι να χαλαρώσεις και την ομάδα όταν έχει πολύ μεγάλη πίεση ή όταν είναι έτοιμη να παίξει μεγάλα παιχνίδια, να αφαιρέσεις το άγχος. Κι αυτό ήταν πολύ μεγάλη τεχνική. Αλλά σίγουρα αυτό είναι κάτι που χρησιμοποιείται όχι μόνο από τον Ζέλικο, από πολλούς προπονητές.
Προσωπικά το κάνω και εγώ γιατί το πιστεύω αυτό το πράγμα, ότι πρέπει να παρακολουθείς το κλίμα της ομάδας. Πρέπει να παρακολουθείς την ψυχολογία των παικτών και την πνευματική τους κατάσταση και να την οδηγήσει εκεί που πρέπει να είναι. Να κρατάς την ισορροπία».
Πώς σου φαίνεται όλο αυτό το σκηνικό στον Παναθηναϊκό; Όλη αυτή η αναγέννηση και επαναφορά στην ελίτ;
«Ήταν πολύ εντυπωσιακό με τον τρόπο που έγινε. Γιατί αυτό που έκανε το Παναθηναϊκός το έκανε σε όλα τα επίπεδα και μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν κάτι που έλειπε γιατί όλα ξεκίνησαν από το γήπεδο. Ήταν το πρώτο βήμα και γενικότερα έχοντας βγει από την Ελλάδα και έχοντας δει και ζήσει πως άλλοι σύλλογοι τα κάνουν όλα αυτά. Αυτό είναι κάτι που έλειπε από την Ελλάδα.
Αναφέραμε τη Γαλατάσαραϊ και τη Φενέρμπαχτσε. Αυτές είναι δύο ομάδες οι οποίες ανεξαρτήτως του προέδρου, μπορούν να ζήσουν γιατί έχουν δικά τους γήπεδα, δικά τους προπονητήρια, δικές τους εγκαταστάσεις και δικιά τους περιουσία, την οποία εκμεταλλεύονται για να χρηματοδοτούν το σύλλογο. Όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό, και ο Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός αντίστοιχα, στην κυριολεξία δεν είχαμε γήπεδο, δεν είχαμε τίποτα στο όνομα του συλλόγου, έτσι ώστε άμα έφευγε αύριο μεθαύριο η διοίκηση, ο ιδιοκτήτης, οποιοσδήποτε να έμενε κάτι πίσω.
Αυτή τη στιγμή νομίζω το γήπεδο ήταν μια καταπληκτική κίνηση και από εκεί και πέρα έχει γίνει μια χιονοστιβάδα αναδιοργάνωσης. Και λέω του Παναθηναϊκού το οποίο είναι πάρα πολύ ευχάριστο να το βλέπεις και θα έλεγα το ίδιο ισχύει και για τον Ολυμπιακό γενικότερα. Όλο αυτό έχει παρασύρει το ελληνικό μπάσκετ, αναβαθμίζει το ελληνικό μπάσκετ που έχουμε ακόμα πολλά βήματα να κάνουμε, αλλά ήταν ένα αποφασιστικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση θα έλεγα».
Μίλησες για τη Φενέρ που είναι η τωρινή πρωταθλήτρια της EuroLeague με τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στο τιμόνι. Έβλεπες τον Σάρας να γίνεται προπονητής και μάλιστα αυτού του επιπέδου;
«Ναι, αυτό ήταν το προσωπικό μας αστείο, γιατί ο Σάρας όταν ήταν παίκτης διατυμπάνιζε ότι δεν θα γίνει προπονητής και δεν ήθελε να κοουτσάρει παίκτες από τον εαυτό του. Δύσκολους χαρακτήρες. Όσο ήμασταν γύρω ήταν ξεκάθαρο ότι θα γίνει προπονητής γιατί το μυαλό του ήταν μυαλό προπονητή.
Αντιλαμβανόταν το μπάσκετ, έχει το μυαλό του στη λεπτομέρεια. Οι ερωτήσεις που έκανε, ο τρόπος που δούλευε. Ήταν προφανές ότι θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Οπότε ήταν πολύ ενδιαφέρον να το βλέπεις αυτό. Στο τέλος, ξέρεις, η ζωή σου δημιουργεί ένα δρόμο που μπορεί να μην τον περιμένεις, αλλά προφανώς τον βλέπουν όλοι οι άλλοι για σένα».
Τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό πρωτάθλημα;
«Δυστυχώς δεν έχει κλείσει η ψαλίδα θα έλεγα μεταξύ των μεγάλων ομάδων, το δίπολο Παναθηναϊκού - Ολυμπιακού και των δεύτερων ομάδων. Αλλά η δεύτερη ταχύτητα του ελληνικού πρωταθλήματος έχει ανέβει πάρα πολύ. Θεωρώ ότι οι Έλληνες παίκτες κάνουν πολύ καλή δουλειά στις ομάδες που παίζουν και νομίζω ότι σε κάποιους από τους συλλόγους έχει αρχίσει και αυξάνεται η στήριξη του κόσμου, το ενδιαφέρον του κόσμου. Δυστυχώς αυτό το ότι ο τρίτος είναι ο πρωταθλητής των υπολοίπων πλέον κατά κάποιο.
Από τη μία είναι ενδιαφέρον, από την άλλη φαντάζομαι ότι δημιουργεί κάποιο αντικίνητρο σε αυτές τις ομάδες. Γιατί να επενδύσουμε όταν υπάρχει ένας κόφτης εκεί πέρα; Οπότε είναι σχεδόν αδύνατο να κλείσει η ψαλίδα με τις μεγάλες ομάδες. Παρ όλα αυτά, το πρωτάθλημα είναι έχει συγκινήσεις, ιδίως στα πιο υψηλά επίπεδα. Έχει ανατροπές και γενικά νομίζω ότι εξελίσσεται. Έχουμε δρόμο ακόμα, αλλά σίγουρα κάνουμε βήματα μπροστά».
Θα κάνουμε βήμα μπροστά στο EuroBasket 2025;
«Καλή ερώτηση. Τα Ευρωμπάσκετ και τα Μουντομπάσκετ και όλα αυτά είναι πολύ ειδικές καταστάσεις. Είναι τουρνουά που έχουν τελείως διαφορετική ψυχολογία και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα πάει.
Είναι τουρνουά δύο εβδομάδων. Είναι τουρνουά όπου οι ομάδες οι οποίες έχουν μια συνέχεια όπως έχει η Γερμανία τα τελευταία χρόνια, έχουν τεράστιο πλεονέκτημα ότι οι ομάδες που έχουν ένα καλό δέσιμο, όπως η Αυστραλία, όπως και ο Καναδάς, που αυτοί κατά κάποιο τρόπο βρίσκουν τον τρόπο να κρατήσουν την επαφή, να συγκεντρωθούν και να έχουν το κίνητρο να να πάρουν τηλέφωνο τον άλλον ‘έλα στην Εθνική φέτος, έλα να παίξεις’, έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα γιατί δημιουργεί μια ομοιογένεια σε σχέση με ομάδες που πρέπει να αλλάζουν συνέχεια το ρόστερ τους χωρίς να έχουν το χρόνο να μάθουν ο ένας τον άλλον.
Και σε όλα αυτά μπαίνουν και οι αστάθμητοι παράγοντες. Με ποιον θα παίξεις στην κλήρωση; Αν σου τραυματιστεί ένας παίκτης, μπορεί να σου αλλάξει όλη η ομάδα. Το έχουμε πάθει αυτό σαν ελληνικό μπάσκετ. Οπότε είναι δύσκολο να πεις αν θα πάμε καλά.
Μπορείς να πεις ότι έχουμε καλή ομάδα. Αυτό το να θεωρούμε την επιτυχία δεδομένη, να απαιτούμε κάτι, είναι λίγο δύσκολο. Δεν είναι συλλογικό πρωτάθλημα. Δεν κάνεις μεταγραφές όπως θέλεις. Πρέπει να επιλέξεις όχι τους καλύτερους παίκτες υποχρεωτικά, αλλά να φτιάξεις την καλύτερη ομάδα, γιατί αυτό είναι το σημαντικό εκεί πέρα και πρέπει και οι συνθήκες να είναι καλές. Δηλαδή πρέπει το τάιμινγκ να είναι αυτό που πρέπει να είναι για να έχεις την επιτυχία.
Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια το μειονέκτημά μας είναι αυτό. Η ομοιογένεια στην ομάδα μας. Μια συνέχεια. Και προπονητικά και παικτικά να βλέπεις τους ίδιους παίκτες να έρχονται ξανά και ξανά και να χτίζεται με ένα τρόπο η ομάδα οι οποίοι μαθαίνουν ένας τον άλλον και ξεκινά το τουρνουά με ένα πλεονέκτημα απέναντι στους άλλους».