Πόσο μετράει τελικά ένα αυθόρμητο «είσαι ο καλύτερος προπονητής στην Ευρώπη» από έναν παίκτη, εν προκειμένω από τον Τζόρνταν Γουόκερ, μετά από μια νίκη, όταν κλείνουν τα φώτα;
«Για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα ο καλύτερος στον κόσμο, όχι απλά στην Ευρώπη! (γέλια). Ο Γουόκερ ήταν φειδωλός, μπορούσε να πει και κάτι παραπάνω! Όπως και να 'χει, έχει μεγάλη σημασία. Όταν ένας παίκτης από το ρόστερ σου, και μάλιστα κάποιος όπως ο Τζόρνταν Γουόκερ, ένας αθλητής που ήρθε από την Αμερική, κάνει ένα τέτοιο αυθόρμητο σχόλιο, σίγουρα έχει συναισθηματική αξία. Είναι μια επιβράβευση της δουλειάς που έχει γίνει. Στο τέλος της ημέρας, παρόλο που ίσως ο κόσμος πιστεύει ότι είμαστε ρομπότ, 100% επαγγελματίες που απλώς πληρώνονται καλά, υπάρχει από πίσω κάτι πολύ πιο βαθύ.
Υπάρχει αγάπη για αυτό που κάνουμε, υπάρχει συναίσθημα, υπάρχει σχέση και επικοινωνία μεταξύ όλων των μελών μιας ομάδας: παικτών, προπονητών, φυσιοθεραπευτών, γυμναστών... Οι ομάδες είναι ζωντανοί οργανισμοί. Χωρίς καλές σχέσεις και ουσιαστική επικοινωνία, δεν μπορεί να έρθει κανένα καλό αποτέλεσμα. Οπότε, μια τέτοια φράση είναι επιβράβευση. Είναι μια σφραγίδα αυτής της σχέσης που έχει χτιστεί, όχι μόνο με τον συγκεκριμένο παίκτη, αλλά με όλη την ομάδα».
Σε ομάδες που παλεύουν για υπερβάσεις, πόσο σε γεμίζουν αυτές οι μικρές στιγμές ανθρώπινης αναγνώρισης; Είναι τελικά πιο δυνατές κι από μια καλή κριτική σε media ή στατιστικά;
«Αυτό είναι δεδομένο: οι άνθρωποι που αποτελούν μία ομάδα, οι προπονητές, οι παίκτες, συνολικά το staff, περνούν ατελείωτες ώρες μαζί μέσα στη σεζόν. Κάποιες φορές περισσότερες απ' όσες περνούν με τις οικογένειές τους. Για αυτό και το δέσιμο και η σχέση που αναπτύσσεται είναι τόσο σημαντικά. Και από αυτή τη σχέση ερχονται και τα αποτελέσματα. Αλλά ακόμα κι αν δεν έρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, παίκτες και μέλη της ομάδας μπορούν να αναγνωρίσουν την προσπάθεια που έχει γίνει.
Στον αθλητισμό, στο τέλος της ημέρας, υπάρχει ένας πρωταθλητής, και οι υπόλοιποι πολλές φορές θεωρούνται "αποτυχημένοι", αλλά δεν είναι έτσι. Η προσπάθεια που γίνεται είναι πάντα μεγάλη. Οι ανθρώπινες σχέσεις που δημιουργούνται στο τέλος μιας διαδρομής ή μιας συνεργασίας έχουν συχνά μεγαλύτερη αξία από το ίδιο το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα μετράει, φυσικά, στον επαγγελματικό αθλητισμό, αλλά οι σχέσεις, η επικοινωνία και η ανθρώπινη επαφή μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις ζωής. Είναι εξίσου σημαντικές. Και για εμάς παίζουν τεράστιο ρόλο».
Βλέποντας κατά καιρούς δηλώσεις σου on camera, νομίζω πως ήταν από τις ελάχιστες φορές που αφέθηκες. Βλέποντας τη γλώσσα του σώματος, ήταν από τις λίγες φορές που το συναίσθημα κυριάρχησε. Γενικά, κόουτς, αφήνεις τον εαυτό σου να χαρεί;
«Ήταν πράγματι η αυθόρμητη αντίδραση του Γουόκερ... Είχαμε προκριθεί στις τέσσερις καλύτερες ομάδες της Ελλάδας. Για εμάς ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Είχε προηγηθεί μια δύσκολη χρονιά, με πολλές απουσίες και τραυματισμούς. Οπότε, αυθόρμητα, βγήκε το χαμόγελο, η αίσθηση ικανοποίησης…
Αλλά για να απαντήσω πιο συγκεκριμένα στην ερώτησή σου και μιλώντας προσωπικά, αν και πιστεύω ότι ισχύει για αρκετούς, η χαρά, για μένα, διαρκεί πολύ λίγο. Είναι κάτι πολύ μικρό, πολύ σύντομο. Ίσως κρατήσει εκείνο το βράδυ. Ίσως ούτε μέχρι να τελειώσει το βράδυ. Είναι εφήμερη, γιατί η θέση μας είναι τέτοια που πρέπει αμέσως να σκεφτείς την επόμενη μέρα. Να προετοιμαστείς. Να σχεδιάσεις. Στον επαγγελματικό αθλητισμό τα παιχνίδια είναι συνεχόμενα, οι απαιτήσεις μεγάλες και τα θέματα που έχεις να διαχειριστείς πάρα πολλά.
Ειδικά τα καλοκαίρια, που έχω λίγο περισσότερο χρόνο, το σκέφτομαι συχνά: αυτό το αίσθημα του "ανικανοποίητου". Δηλαδή, ενώ πετυχαίνεις κάτι, δεν το απολαμβάνεις όσο θα ήθελες. Περάσαμε την Καρδίτσα, προκριθήκαμε στα ημιτελικά, αλλά μετά είχαμε μπροστά μας 25 μέρες αναμονής για να παίξουμε με τον Παναθηναϊκό λόγω του Final Four. Ήδη έπρεπε να σκεφτείς: θα είναι η ομάδα ανταγωνιστική; θα είναι υγιείς οι παίκτες; πώς θα παρουσιαστούμε; Έχεις τόσα πολλά να διαχειριστείς...
Και αυτό πραγματικά με προβληματίζει. Γιατί ο αθλητισμός, εκτός από επάγγελμα, είναι και χαρά, είναι και απόλαυση. Κι αυτό το συνειδητοποιείς κυρίως το καλοκαίρι, όταν κάνεις το flashback και βλέπεις τι έγινε μέσα στη χρονιά, πού ξεκίνησες και πού έφτασες. Τότε ίσως απολαύσεις λίγο περισσότερο. Αλλά και πάλι, είναι τόσο μικρό το διάστημα αυτής της απόλαυσης, γιατί πρέπει να δημιουργήσεις ξανά κάτι καινούργιο. Οι ρυθμοί είναι τόσο γρήγοροι που δεν προλαβαίνεις να χαρείς τις όμορφες στιγμές.
Γι’ αυτό και χαίρομαι πολύ για ανθρώπους που ζουν την κάθε στιγμή. Το έζησα αυτό με τον Ρικ Πιτίνο. Ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε πάρα πολύ έντονα τη στιγμή του αγώνα. Ζούσε έντονα και την προετοιμασία. Αλλά μετά το παιχνίδι ήταν άλλος άνθρωπος. Την επόμενη μέρα ξυπνούσε και είχε μια τελείως διαφορετική κουλτούρα. Είναι πολύ άδικο να ζεις όλη αυτή την πίεση μιας χρονιάς και στο τέλος να μην προλαβαίνεις να τη χαρείς».
Από τις μικρές Εθνικές και το πιο παρεΐστικο περιβάλλον της Κηφισιάς που έφτασε να μετρά διαδοχικές ανόδους, μέχρι τα ρόστερ με μεγάλα συμβόλαια. Πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που σχετίζεσαι με τους παίκτες σου μέσα στα χρόνια;
«Είχα την τύχη, γιατί πραγματικά το θεωρώ τύχη, να ξεκινήσω από πολύ, πολύ χαμηλά την επαγγελματική μου διαδρομή. Δεν ξεκίνησα από την Κηφισιά, αλλά ακόμα πιο πίσω. Έχω προπονήσει παιδάκια, παμπαίδες, παίδες, εφήβους... Όλη αυτή η διαδικασία σου δίνει τη δυνατότητα να μάθεις να είσαι πολύ κοντά στους παίκτες σου. Είτε πρόκειται για μικρά παιδιά, είτε για εφήβους, είτε για άνδρες που δεν είναι επαγγελματίες, γιατί στα τοπικά οι περισσότεροι παίκτες έχουν άλλη δουλειά το πρωί και απλώς παίζουν μπάσκετ το απόγευμα επειδή το αγαπούν, χρειάζεται να έχεις μια διαφορετική σχέση μαζί τους. Μια σχέση που να περιλαμβάνει επαφή, συναίσθημα, κατανόηση.
Χρειάζεται να αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος που δουλεύει όλη μέρα και το απόγευμα έρχεται στο γήπεδο να απολαύσει το άθλημα. Αυτή η προπονητική "εκκίνηση" με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, γιατί νιώθω πως δεν έχω αλλάξει τόσο ως προς την προσέγγιση μου απέναντι στους παίκτες.
Το επίπεδο φυσικά έχει αλλάξει. Όπως είπες, από ερασιτεχνικό περιβάλλον και από το "παρεάκι της Κηφισιάς", βρέθηκα σε επαγγελματικά ρόστερ. Οι απολαβές είναι διαφορετικές, τα ρόστερ είναι διαφορετικά, οι προσωπικότητες που καλείσαι να προπονήσεις είναι επίσης άλλες. Το 2013 έπρεπε να προπονήσω παιδιά στην Α2. Το 2020 έπρεπε να προπονήσω τον Νίκο Ζήση, τον Κιθ Λάνγκφορντ και τον Γιόνας Ματσιούλις… Είναι ένας άλλος κόσμος. Τελείως διαφορετικός.
Οφείλεις να προσαρμοστείς σε αυτό το επίπεδο. Η προσέγγιση τέτοιων προσωπικοτήτων είναι τελείως διαφορετική. Όμως δεν πρέπει, τουλάχιστον εγώ δεν θέλω, να χάσεις αυτό που είχες ως παρακαταθήκη. Δηλαδή την προσωπική επαφή, το συναίσθημα, τη σχέση. Απλώς προσθέτεις πάνω σε αυτό τα απαραίτητα επαγγελματικά χαρακτηριστικά που απαιτούνται για να σταθείς στο υψηλό επίπεδο».
Ποια ήταν η στιγμή που ένιωσες ότι «είμαι πλέον προπονητής»;
«Νομίζω αυτό συνέβη γύρω στο 2002. Ενώ ακόμη έπαιζα, είχα αρχίσει να αντιμετωπίζω προβλήματα με τη μέση μου. Οι τραυματισμοί με ακολουθούσαν συνεχώς και σε κάποια φάση συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να παίζω. Από τη στιγμή που ήξερα πως δεν μπορούσα να είμαι πια μέσα στο παρκέ ως παίκτης, το μόνο που ήθελα ήταν να παραμείνω στο μπάσκετ και ο τρόπος για να το κάνω αυτό ήταν η προπονητική.
Είχα ήδη ξεκινήσει να ασχολούμαι λίγο με τα εφηβικά του Αθηναϊκού, να έχω έναν πιο ενεργό ρόλο, αλλά η πρώτη στιγμή που κατάλαβα ότι αυτό είναι κάτι που μπορώ και θέλω να κάνω ήταν όταν ανέλαβα, το 2002-03, την πρώτη μου ομάδα: τον Λαρισαϊκό Αγίου Παύλου, στην τελευταία κατηγορία της Αθήνας.
Δεν είχα ποτέ τότε στο μυαλό μου ότι θα φτάσω να γίνω επαγγελματίας προπονητής. Αυτό που με τράβηξε ήταν η ίδια η διαδικασία. Με ιντρίγκαρε, με γέμιζε! Το να μπορέσεις να πάρεις διαφορετικούς χαρακτήρες και να τους κάνεις να λειτουργήσουν ως ομάδα, με έναν κοινό τρόπο παιχνιδιού, και αυτό να φέρει νίκες… με γέμιζε τρομερά.
Από τότε ξεκίνησε η διαδρομή. Μέχρι το 2013, που έκανα το πρώτο βήμα για να είμαι 100% μέσα στο μπάσκετ, είχα και δεύτερη δουλειά για να στηρίξω εμένα και την οικογένειά μου. Αλλά η στιγμή που άλλαξα επίπεδο, ήταν τότε, το 2002. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου».
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η πιο παρεξηγημένη έννοια στην προπονητική;
«Θα έλεγα πως μία από τις πιο παρεξηγημένες έννοιες είναι ο ρόλος που καλείται να παίξει ο προπονητής μέσα σε έναν αθλητικό οργανισμό και κυρίως η σχέση που πρέπει να χτίζει με όλους τους εμπλεκόμενους: διοίκηση, παίκτες, σταφ, ιατρικό τιμ, τεχνικό τιμ.
Ξέρεις, παλαιότερα, στη δεκαετία του ’90 για παράδειγμα, υπήρχε μια σχολή σκέψης πιο αυταρχική. Ο προπονητής ήταν το απόλυτο αφεντικό. Ο άνθρωπος που έπαιρνε όλες τις αποφάσεις για τα πάντα: από το ποιος θα οδηγήσει το πούλμαν, μέχρι ποιο ξενοδοχείο θα μείνει η ομάδα. Υπήρχε μια κουλτούρα απόλυτου ελέγχου. Αυτό, με τον χρόνο, άλλαξε. Οι εποχές άλλαξαν. Όμως ακόμα και σήμερα, όταν ο προπονητής προσπαθεί να έχει άποψη για το σταφ του, για τους γιατρούς του, για τους συνεργάτες του, πράγματα απολύτως αναγκαία για να χτίσεις ένα υγιές περιβάλλον και να έχεις εμπιστοσύνη στη δουλειά σου, αυτή η στάση συχνά παρεξηγείται. Μπορεί να θεωρηθεί αυταρχική ή εγωκεντρική. Κι όμως, δεν είναι. Είναι απαραίτητη.
Ο προπονητής χρειάζεται τον έλεγχο γιατί αυτός είναι που, στο τέλος της ημέρας, αξιολογείται για το αποτέλεσμα. Άρα, πρέπει να έχει τον δικό του τρόπο λειτουργίας και τους κατάλληλους ανθρώπους γύρω του. Δεν σημαίνει ότι βάζει τον εαυτό του πάνω απ’ όλα. Σημαίνει ότι προσπαθεί να διασφαλίσει το καλύτερο δυνατό περιβάλλον για να πετύχει η ομάδα.
Και αυτό δεν ισχύει μόνο στο οργανωτικό ή τεχνικό κομμάτι. Παρεξηγημένο είναι και το πώς προβάλλεται ο ρόλος του προπονητή. Υπάρχουν προπονητές με έντονο επικοινωνιακό προφίλ, άλλοι που επιλέγουν να είναι κάτω από τα ραντάρ, κι άλλοι που αφήνουν τρίτους να τους προβάλλουν. Δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος. Εγώ προσπαθώ να κινούμαι κάπου στη μέση: ούτε στην υπερβολή, ούτε στην απόλυτη αφάνεια. Γιατί θεωρώ ότι πρέπει κι εμείς οι ίδιοι να αξιολογούμε και να προβάλουμε τη δουλειά μας με τον σωστό τρόπο. Είναι μια δουλειά πολύ απαιτητική, πολύπλοκη και δύσκολη. Και αξίζει να της δίνουμε τη θέση που της αναλογεί, χωρίς να χάνουμε το μέτρο, αλλά και χωρίς να την υποτιμούμε οι ίδιοι».
Ποια είναι η πιο σημαντική ήττα που σου έμαθε κάτι που δεν θα μπορούσε να σου μάθει καμία νίκη;
«Θα σου πω ποια ήττα με πόνεσε πιο πολύ απ’ όλες... Ήταν η ήττα που κάναμε με τον ΠΑΟΚ στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας με τον Παναθηναϊκό, το 2019, στο Ηράκλειο. Ήμασταν όχι απλώς αουτσάιντερ... Ήμασταν μια ομάδα με τεράστια οικονομικά προβλήματα εκείνη τη χρονιά. Πήγαμε στο Ηράκλειο γνωρίζοντας ότι εκείνος ο τελικός ήταν, ουσιαστικά, το τελευταίο παιχνίδι του ΠΑΟΚ όπως τον ξέραμε.
Ο Παναθηναϊκός ήταν σε καλή κατάσταση, είχε πολύ καλούς παίκτες… Θυμάμαι ξεκίνησε το ματς και αν δεν κάνω λάθος χάναμε 20-4. Περνούσαν από πάνω μας σαν οδοστρωτήρες! Παρ’ όλα αυτά, βρήκαμε τη δύναμη και επιστρέψαμε στο παιχνίδι. Αντιδράσαμε στο δεύτερο ημίχρονο, ήμασταν μπροστά με ένα καλάθι μέχρι 3,5 λεπτά πριν το τέλος.
Με πείραξε πολύ, γιατί πραγματικά πίστευα, και πιστεύω ακόμα, ότι αν είχαμε κερδίσει, εκείνη η νίκη θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας του ΠΑΟΚ! Και το εννοώ αυτό που λέω. Έχω επίγνωση σε αυτό που λέω. Επειδή ο ΠΑΟΚ είναι ένα πολύ μεγάλο σωματείο, με παράδοση και κόσμο, θα μπορούσε αυτή η νίκη, αυτό το Κύπελλο, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για κάτι καινούργιο!
Για μια καινούργια, μεγάλη ευκαιρία να αναγεννηθεί το τμήμα. Να βρεθεί ένας επενδυτής και να δυναμώσει. Θα σας πω ένα παράδειγμα: Ο ΠΑΟΚ φέτος πήγε στον τελικό του FIBA Europe Cup, και βλέπετε τη δυναμική του. Έκανε sold out τρεις φορές, γέμισε το γήπεδο, έχει πουλήσει αυτή τη στιγμή 4.500 διαρκείας, αν δεν κάνω λάθος. Φανταστείτε τι θα γινόταν με μια κατάκτηση Κυπέλλου απέναντι στον Παναθηναϊκό!
Θυμάμαι πολύ καλά πως όταν γυρίσαμε, υπήρχε τέτοια μεγάλη αναγνώριση από τον κόσμο, στον δρόμο, όπου περπατούσαμε, όπου πηγαίναμε, και αυτό μου έχει μείνει πιο πολύ απ’ όλα. Και το λέω χωρίς κανένα παράπονο για την προσπάθεια: οι παίκτες έδωσαν το 250% για να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε τον Παναθηναϊκό, με το δικό μας ρόστερ απέναντι στον καλό Καλάθη, στον Λοτζέσκι, στον Λάνγκφορντ, στον Γκιστ... Αλλά αυτή είναι μια ήττα που πραγματικά με στεναχώρησε πολύ».
Πως θυμάσαι πια εκείνα τα χρόνια στην Κηφισιά;
«Κοίταξε, θέλοντας και μη, ζεις με τις αναμνήσεις σου. Πολλές φορές. Παρ’ όλο που, όπως είπαμε, στον επαγγελματικό αθλητισμό πρέπει να προχωράς μπροστά. Νομίζω ότι η Κηφισιά ήταν, θα το χαρακτήριζα, ένα πάρα πολύ όμορφο παραμύθι. Ήταν κανονικό παραμύθι. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να ξανασυμβεί αυτό που ζήσαμε με την Κηφισιά!
Και δεν μιλάμε γενικά για την Κηφισιά. Μιλάμε για τη Νέα Κηφισιά. Για να δώσω λίγο στον κόσμο να καταλάβει… η ομάδα δεν ήταν από την ευρύτερη περιοχή της Κηφισιάς, που είναι μια εύπορη περιοχή, με κόσμο, με ανθρώπους που ενδεχομένως θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Ήταν από μια γειτονιά, στην κάτω πλευρά της Νέας Κηφισιάς, προς την Εθνική Οδό. Μιλάμε για μια κανονική γειτονιά. Όταν λέω γειτονιά, το εννοώ. Ένα γήπεδο 300-400 θέσεων. Χωρίς κόσμο, χωρίς προϊστορία. Μόνο με έναν άνθρωπο, τον συγχωρεμένο Παναγιώτη Λατσούδα, ο οποίος αγαπούσε υπερβολικά την ομάδα και την είχε δημιουργήσει κιόλας. Αυτός ήταν ο μόνος άνθρωπος που πίστευε ότι η ομάδα μπορεί να φτάσει πολύ ψηλά.
Όταν πήγα στην Κηφισιά, το 2007, στην Α’ κατηγορία της Αθήνας, δεν το περίμενε κανείς αυτό. Δεν νομίζω ότι είχαμε βάλει στόχο να φτάσουμε στην Α1. Και όχι μόνο φτάσαμε, η ομάδα έκανε τρεις χρονιές που τερμάτισε 5η και 6η. Είχε πολύ καλές πορείες, πολύ καλά αποτελέσματα, έπαιξε καλό μπάσκετ. Πέρασαν εξαιρετικοί παίκτες, Έλληνες και ξένοι. Είναι κάτι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη. Δεν θα φύγει ποτέ. Μας έχει σημαδέψει όλους. Δεν γίνεται να μη ζεις με αυτές τις αναμνήσεις.
Αλλά ήταν ένα παραμύθι. Πραγματικό παραμύθι».
Με το «αν» δεν κάνουμε δουλειά. Αλλά περνάει καμιά φορά από το μυαλό σου τι θα γινόταν αν ο Σαλούστρος έβαζε το καλάθι στο τέλος; Μιλάμε φυσικά για το περίφημο και... χιλιοτραγουδισμένο Κηφισιά–Φιλαθλητικός που έκρινε την άνοδο στην Stoiximan GBL Το τελευταίο ματς του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Ελλάδα.
«Κοίταξε, θεωρώ ότι η πορεία των παιδιών του Φιλαθλητικού, για να ξεκινήσω από την αντίπαλη ομάδα, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Είτε έμπαινε το καλάθι είτε όχι. Τι θέλω να πω με αυτό: ο Γιάννης θα πήγαινε στην Αμερική, θα γινόταν draft, ήταν ξεκάθαρο αυτό, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ο Γκίκας και ο Σαλούστρος θα έπαιζαν στην Α1 τα επόμενα χρόνια, όπως κι έγινε, έπαιξαν και έχουν κάνει την ωραία καριέρα τους. Απλώς, στη θέση της Κηφισιάς στην Α1 θα ήταν ο Φιλαθλητικός. Νομίζω πως αυτό θα ήταν το μόνο διαφορετικό.
Για εμάς, σαν Νέα Κηφισιά, δεν ξέρω αν θα υπήρχε η δύναμη να συνεχίσει αυτή η ομάδα να προσπαθεί. Γιατί, όπως σου είπα, είχε ξεκινήσει από πολύ χαμηλά. Ο πρόεδρος και ιδρυτής της Νέας Κηφισιάς είχε εκείνη την περίοδο ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα υγείας, που του κόστισε τη ζωή 2-3 χρόνια μετά. Θυμάμαι ότι στο τελευταίο παιχνίδι δεν είχε έρθει καν στο γήπεδο. Ήταν στο σπίτι του, με ορούς. Και όταν τελείωσε το ματς, πήγαμε όλοι εκεί, στο σπίτι του, για να πανηγυρίσουμε μαζί του.
Ήταν γραφτό. Το πεπρωμένο, που λέμε. Η ομάδα μας να ανέβει. Να ολοκληρωθεί αυτή η προσπάθεια με ωραίο τρόπο. Και από ’κει και πέρα, όπως είπα, δεν νομίζω πως άλλαξαν πολλά στην ήδη προδιαγεγραμμένη πορεία των αθλητών και των δύο ομάδων. Γιατί η δική μας ομάδα ήταν άλλης φιλοσοφίας. Με πιο μεγάλα σε ηλικία παιδιά, πιο έμπειρα παιδιά. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν συνέχισαν στην Α1, ελάχιστοι μόνο. Οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στην Α2 ή στη Β’ Εθνική.
Απλώς, για την Κηφισιά ήταν ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε. Αλλά νομίζω πως αυτό το παιχνίδι ήταν το μεγαλύτερο παιχνίδι όλων των εποχών στην Α2! Τρεις παρατάσεις, σε ένα γήπεδο-κλουβί. Απίστευτο παιχνίδι, πραγματικά».
Και θυμάμαι, σε κάποια ιδιωτική συζήτηση, είχες αναφέρει πως σε εκείνο το ματς είχες ρίξει περισσότερο βάρος στο scouting του Θανάση, αντί για τον Γιάννη!
«Δεν το θυμάσαι πολύ καλά. Δεν είχαμε δώσει καθόλου σημασία στον Γιάννη! Δεν ασχοληθήκαμε με τον Γιάννη. Υπήρχαν άλλα παιδιά... υπήρχε ο Γκίκας, ο Σαμοθράκης που ήταν εκπληκτικός, ο Σαλούστρος, ο Θανάσης που ήταν πολύ επιδραστικός στο παιχνίδι της ομάδας του.
Ο Γιάννης... σίγουρα, δεν περίμενε κανείς να γίνει αυτό που έχει γίνει τώρα. Ξέραμε πως ήταν ένας παίκτης άλλου επιπέδου, αλλά η επιρροή που είχε τότε στο παιχνίδι δεν ήταν τόσο μεγάλη. Ο πρωταρχικός μας στόχος ήταν να περιορίσουμε κάποιους άλλους παίκτες.
Αυτό το συζητάμε ακόμα όταν βρισκόμαστε καμιά φορά με παιδιά από εκείνη την ομάδα. Ότι δεν ασχοληθήκαμε με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο... στο πιο σημαντικό παιχνίδι στην ιστορία της Α2! Και ο Γιάννης, λίγα χρόνια μετά, ήταν πρωταθλητής ΝΒΑ! Και εμείς δεν ασχοληθήκαμε μαζί του...»
Τι σημαίνει για σένα «σωστό μπάσκετ»; Είναι θέμα συστημάτων, αρχών ή τρόπου σκέψης;
«Αγωνιστικά, σωστό μπάσκετ σημαίνει να μπορείς να εκμεταλλευτείς τα χαρακτηριστικά των παικτών που έχεις. Αν έχεις τη δυνατότητα να αποκτήσεις τους παίκτες που θέλεις εσύ 100%, τότε θα πρέπει να είναι πάνω στα δικά σου χαρακτηριστικά και στο μπάσκετ που σου αρέσει να παίζεις. Αν όχι... γιατί ξέρεις, στο επίπεδο που μιλάμε, εκτός από Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, καμία άλλη ομάδα στην Ελλάδα δεν μπορεί να πάρει ακριβώς τους παίκτες που θέλει, λόγω των οικονομικών δεδομένων. Οπότε, καμιά φορά πρέπει να προσαρμοστείς και στους παίκτες που έχεις.
Άρα λοιπόν, στο αγωνιστικό κομμάτι, "σωστό μπάσκετ" είναι το μπάσκετ στο οποίο μπορείς να είσαι αποτελεσματικός. Και αυτό που πρεσβεύει ουσιαστικά η σύγχρονη εποχή: να παίξεις γρήγορα, σε υψηλές ταχύτητες, να αποφασίζεις άμεσα, να δημιουργείς προϋποθέσεις για ένα εύκολο καλάθι στον πρωτεύοντα χρόνο. Να έχεις παίκτες που μπορούν να απειλήσουν από μακρινή απόσταση, γιατί η ρακέτα πλέον είναι... ναρκοπέδιο. Είναι πολύ δύσκολο να σκοράρεις κοντά στο καλάθι. Πρέπει να έχεις πολυθεσίτες παίκτες.
Το παράδειγμα της Φενέρ, της νικήτριας της περσινής Ευρωλίγκας, είναι ενδεικτικό. Είχε παίκτες που έπαιζαν δύο και τρεις θέσεις, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Δεν ήταν η πιο ταλαντούχα ομάδα. Αλλά ήταν ποικιλόμορφη. Ήταν μια ομάδα... χαμαιλέων. Μπορούσε να αλλάξει τα σχήματά της οποιαδήποτε στιγμή.
Σωστό μπάσκετ, επίσης, και σωστός οργανισμός, είναι αυτός που είναι καλά οργανωμένος στο background, στο προπονητικό κομμάτι, στο σταφ, στο διοικητικό. Γιατί πλέον το μπάσκετ εξελίσσεται. Και εκτός από το αγωνιστικό, παίζει μεγάλο ρόλο το μάρκετινγκ, το τι προσφέρεις στον κόσμο για να έρθει στο γήπεδο. Η διαδικασία εξελίσσεται και σιγά σιγά βλέπουμε πως όλες οι ομάδες προσπαθούν να μπουν σε αυτή τη λογική.
Το καλό μπάσκετ, επαναλαμβάνω, είναι αυτό που αρέσει στον καθένα να βλέπει. Άλλος θέλει να παίζει γρήγορα, άλλος προτιμά 5-5, άλλος σουτάρει πολλά τρίποντα, άλλος κάνει πολλά drive. Όμως τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα: πώς μπορεί μια ομάδα να δημιουργήσει ένα καλό ρόστερ, να έχει αποτελέσματα, να παίζει γρήγορα, να έχει παίκτες που καλύπτουν δύο θέσεις, να εναλλάσσει σχήματα και να έχει παίκτες αθλητικά σε υψηλό επίπεδο.
Πλέον πρέπει να είσαι τεράστιας ποιότητας μπασκετμπολίστας για να ανταπεξέλθεις στο σύγχρονο μπάσκετ. Αλλιώς δεν επιβιώνεις. Είναι ζούγκλα! Είναι σαν να είσαι στο κέντρο της ζούγκλας και να πρέπει να παλέψεις με τίγρεις, λιοντάρια, ύαινες... Πώς θα επιβιώσεις όταν σε κυνηγάνε; Δεν μπορείς να επιβιώσεις αν είσαι χελώνα. Δεν γίνεται».
Πώς προσεγγίζεις πλέον το Μαρούσι ως το νέο κεφάλαιο στην προπονητική σου καριέρα;
«Είναι σίγουρα μια πρόκληση για μένα. Πήρα μια απόφαση να φύγω από έναν οργανισμό όπως ο Προμηθέας, στον οποίο πέρασα πολύ όμορφα. Κάναμε σπουδαία πράγματα μαζί και, για μένα, είναι πολύ σημαντικό να φεύγεις από έναν σύλλογο γεμάτος και ικανοποιημένος, με την αίσθηση ότι και πήρες και έδωσες πολλά. Ότι έβαλες ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα που θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται.
Το Μαρούσι είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Υπάρχει φιλοδοξία από τον ιδιοκτήτη της ομάδας, τον κ. Στασινόπουλο, και πρόκειται για έναν σύλλογο με ιστορία και παράδοση στο ελληνικό μπάσκετ. Υπάρχει προοπτική, και η δυνατότητα να φτιαχτεί κάτι καλό.
Το ελληνικό πρωτάθλημα, η Stoiximan GBL, γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό, πιο απαιτητικό. Χρειάζεται υπομονή. Πρέπει να χτίσουμε πράγματα από την αρχή, με τον δικό μας τρόπο, όπως εμείς θέλουμε να δουλέψουμε. Μας έχουν δοθεί αρκετές δυνατότητες, τόσο για να συγκροτήσουμε ένα καλό ρόστερ, όσο και για να οργανώσουμε την ομάδα σε όλα τα επίπεδα.
Μαζί μας είναι πλέον ο Θανάσης Σουφλιάς, ως General Manager, και ο Φάνης Κουμπούρας, ως team manager. Πιστεύω ότι υπάρχουν οι βάσεις για να δημιουργηθεί κάτι καλό, στηριγμένο στο ελληνικό στοιχείο. Έχουμε αρκετούς νέους Έλληνες παίκτες στο ρόστερ, και φυσικά έχουμε και τον αρχηγό μας, τον Χάρη Γιαννόπουλο, έναν αθλητή που γνωρίζω πολύ καλά και εκφράζει τη φιλοσοφία που θέλουμε να έχει η ομάδα μας. Θα είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους νέους Έλληνες και στους ξένους που θα έρθουν. Προχωράμε βήμα-βήμα. Αλλά πιστεύω πως υπάρχει γόνιμο έδαφος για να κάνουμε σημαντικά πράγματα.
Τι σε γεμίζει πλέον σε αυτή τη δουλειά;
«Θα σου πω μία από τις πιο χαρούμενες και ευχάριστες στιγμές... Μάλλον, η μεγαλύτερη επιτυχία ή, καλύτερα, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι όταν, ως προπονητής, προσφέρεις σε νέους παίκτες τη δυνατότητα να βρουν τον δρόμο τους. Είτε αγωνιστικά, είτε πνευματικά, σε επίπεδο νοοτροπίας.
Αυτό για μένα είναι το πιο γεμάτο κομμάτι, γιατί είχα την τύχη να συνεργαστώ από νωρίς με παιδιά που τότε ήταν "ταλέντα" και σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς είναι παίκτες υψηλού επιπέδου. Αναφέρομαι στη φουρνιά του ’97, αλλά και του ’96, όπως ο Ντόρσεϊ, ο Μήτογλου, ή ο Βασίλης Τολιόπουλος.
Η καλή επαφή που υπάρχει ακόμη με αυτά τα παιδιά και η αναγνώριση της προσπάθειας και της στήριξης που τους προσφέρθηκε, είναι κάτι που σου δημιουργεί ένα συναίσθημα ευφορίας. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, ο προπονητής κρίνεται μεν από το αποτέλεσμα, αλλά και από τη δυνατότητα που δίνει στην ομάδα και, κυρίως, στον παίκτη, να εξελιχθεί.
Να σου δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα: Ο Τζόρνταν Γουόκερ. Αυτό που είπε, ότι είμαι ο καλύτερος προπονητής στην Ευρώπη, φυσικά δεν ισχύει. Δεν είμαι. Αλλά στα δικά του μάτια, η προσπάθεια που κάναμε εμείς ως προπονητικό τιμ στον Προμηθέα, για να τον αξιοποιήσουμε, τον έκανε να μας βλέπει έτσι. Αυτό, για μένα, είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση.
Ή παιδιά όπως ο Νάσος Μπαζίνας ή ο Αντώνης Καραγιαννίδης. Ο ένας κλήθηκε στην Εθνική και είναι βασικό στέλεχος του Προμηθέα, ο άλλος υπέγραψε συμβόλαιο στον Ολυμπιακό. Ποια μεγαλύτερη χαρά μπορεί να νιώσει κάποιος από το να έχει συμβάλλει σε αυτό; Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από αυτήν»;