Μια από τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνικού μπάσκετ, ο Στηβ Γιατζόγλου επιστρέφει στην Basket League ΣΚΡΑΤΣ από τον πάγκο της Καβάλας, την τεχνική ηγεσία της οποίας ανέλαβε επισήμως από χθες Τρίτη (17/11).

 

Ο Στηβ Γιατζόγλου ως προπονητής έχει χαρακτηριστεί «ειδικών αποστολών» και καλείται στα 66 χρόνια του να ανταποκριθεί σε μια ακόμη, την εξασφάλιση της παραμονής της Καβάλας, μετά το αρνητικό ξεκίνημα στο Πρωτάθλημα της φετινής σεζόν (1 νίκη και 5 ήττες).

 

Ο Στηβ Γιατζόγλου γεννήθηκε το 1949 στο Μπρονξ των Ηνωμένων Πολιτειών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ και μετά από ένα πέρασμα από το Λίβανο, ήρθε το 1972 στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ολυμπιακού. Ήταν από τους ελληνοαμερικανούς παίκτες που εντόπισε ο Νίκος Μήλας, ο οποίος μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης το 1968 με την ΑΕΚ είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία των «ερυθρόλευκων» με την εντολή από τον αείμνηστο Νίκο Γουλανδρή να δημιουργήσει ομάδα που θα έκανε τον Ολυμπιακό πρωταγωνιστή στον ελληνικό χώρο.

 

Ο Γιατζόγλου επιτίθεται στο καλάθι της ΑΕΚ ενώ ετοιμάζεται να προσπαθήσει να τον ανακόψει ο Μιχάλης Γιαννουζάκος στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας του 1976 στο Παναθηναϊκό Στάδιο

 

Ο Γιατζόγλου, που αγωνιζόταν στην θέση του πόιντ γκαρντ, γρήγορα έγινε ο ηγέτης του Ολυμπιακού δίπλα στους, επίσης, ελληνοαμερικανούς Γιώργο Καστρινάκη, Πολ Διάκουλα, τον Στηβ Μαχαίρα αρχικά και τον Πολ Μελίνι στην συνέχεια, και τους παλαιότερους στην ομάδα Σταύρο Κατσαφάδο, Θανάση Ράμμο, τον αείμνηστο Τόλη Σπανό κ.α., και οι «ερυθρόλευκοι» έγιναν όντως από τις πρωταγωνίστριες ομάδες της Α’ Εθνικής.

 

Το 1976 ο Ολυμπιακός με προπονητή τον Φαίδωνα Ματθαίου και τον Γιατζόγλου «πρώτο βιολί» έφτασε στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος Ελλάδας, επιτυχία που επανέλαβε το 1978. Εκείνη η ομάδα κατέκτησε, επίσης, τέσσερις τίτλους του Κυπέλλου Ελλάδας (1976, ’77, ’78 και 1980) και την σεζόν 1978-79 με προπονητή τον Κώστα Μουρούζη έφτασε στους έξι του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, επιτυχία που ήταν τεράστια για τα δεδομένα της εποχής.

 

Ο Γιατζόγλου, επίσης, από το 1973 έως το 1981 φόρεσε 115 φορές την φανέλα της Εθνικής ομάδας και πέτυχε 1.468 πόντους. Στην ιστορία έχουν μείνει οι «μονομαχίες» του στα ντέρμπι των αιωνίων αντιπάλων με τον Τάκη Κορωναίο. Μετά το τέλος των ντέρμπι, έφευγαν μαζί από το Παπαστράτειο ή τον «Τάφο του Ινδού» για να διασκεδάσουν μαζί στα «in» νυχτερινά κλαμπ της εποχής. Το παρατσούκλι που βγήκε εκείνη την εποχή λόγω της μαχητικότητα, έντονης προσωπικότητας και της ξανθιάς κόμης του, ήταν το «λιοντάρι» και τον συνοδεύει έως σήμερα.

 

Μετά από 12 χρόνια παρουσίας στον Ολυμπιακό, το 1984 πήρε μεταγραφή για τον ΠΑΟΚ, στον οποίο έκλεισε την καριέρα του. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, την σεζόν 1985-86 διετέλεσε μάνατζερ στον Άρη και στην διάρκεια της αγωνιστικής χρονιάς 1986-87 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Ολυμπιακού, στην οποία έμεινε έως λίγες αγωνιστικές πριν την λήξη της σεζόν 1988-89.

 

Στο ντεμπούτο του στον πάγκο του Ολυμπιακού τον Δεκέμβριο του 1986

 

Στην πρεμιέρα της σεζόν 1989-90 ανέλαβε το «τιμόνι» του Σπόρτιγκ αντικαθιστώντας τον Τζακ Λίχεϊ. Συνέχισε για τις δύο επόμενες περιόδους στον Ηρακλή και την σεζόν 1992-93 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Άρη στην μετά τον Νίκο Γκάλη εποχή. Επέλεξε για σέντερ τον Ρόϊ Τάρπλεϊ, ο οποίος στους πρώτους αγώνες του εντυπωσίασε. Ο Αμερικανός σέντερ μετά από σερί νικών, τραυματίστηκε στην περίοδο των Χριστουγέννων, ο Άρης γνώρισε κάποιες ήττες και ο Γιατζόγλου αποχώρησε για να αναλάβει την ομάδα ο Σβι Σερφ. Εκείνη την σεζόν οι «κίτρινοι» κατέκτησαν το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο της ιστορίας τους, το Κύπελλο Κυπελλούχων στον τελικό του Τορίνο κόντρα στην Έφες Πίλσεν.

 

Ο Στηβ Γιατζόγλου σε τάιμ του Άρη την σεζόν 1992-93 δίνοντας οδηγίες στους (από αριστερά) Παναγιώτη Γιαννάκη, Ντίνο Αγγελίδη, Γιώργο Γάσπαρη, Λευτέρη Σούμποτιτς και Ρόϊ Τάρπλεϊ

 

Ακολούθως ο Γιατζόγλου εργάστηκε σε ΑΕΚ (1993-94), Παγκράτι και Περιστέρι (1994-95), επέστρεψε στον Ηρακλή (1995-96), έμεινε για δύο σεζόν στον Γυμναστικό Λάρισας (1996-98) και την σεζόν 2000-01 ανέλαβε τον Άρη, απέναντι στον οποίο θα κάνει ντεμπούτο με την Καβάλα στο «Nick Galis Hall», σε δύσκολη περίοδο της ιστορίας του και αποχώρησε στην διάρκεια της αγωνιστικής χρονιάς (2001-02).

 

Για τελευταία φορά πριν την Καβάλα εργάστηκε στην Α1, την σεζόν 2006-7 στο Αιγάλεω, ενώ την αγωνιστική χρονιά 2009-10 ήταν τεχνικός σύμβουλος στο Περιστέρι και στην συνέχεια εργάστηκε στην Νότια Κορέα.

 

Στον πάγκο του Αιγάλεω την αγωνιστική περίοδο 2006-7

 

Στην Basket League έχει συνολικό ρεκόρ 110 νίκες – 179 ήττες και βρίσκεται στην 24η θέση στις νίκες μεταξύ των προπονητών στην ιστορία της Α’ Εθνικής και στην 13η σε συμμετοχές.

 

Οι φωτογραφίες του αφιερώματος είναι από το αρχείο της Action Images